αγγίζω (aggízo)

English: touch

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About αγγίζω

As a verb, αγγίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

IPA: aŋˈɟi.zo
Hyphenation: αγ‧γί‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    to touch, touch on
  • verb:
    to border
  • verb:
    to offend, hurt

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
αγγίζομαι
αγγίζω
αγγίζομαι
αγγίζω
θα αγγίζομαι
άγγιξα
αγγίχτηκα
άγγιξα
αγγίχτηκα
άγγιζα
αγγιζόμουν
αγγιζόμουνα
άγγιζα
αγγιζόμουν
αγγιζόμουνα
εσύ
αγγίζεις
αγγίζεσαι
αγγίζεις
αγγίζεσαι
θα αγγίζεις
άγγιξες
αγγίχτηκες
άγγιξες
αγγίχτηκες
άγγιζες
αγγιζόσουν
αγγιζόσουνα
άγγιζες
αγγιζόσουν
αγγιζόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
αγγίζει
αγγίζεται
αγγίζει
αγγίζεται
θα αγγίζει
άγγιξε
αγγίχτηκε
άγγιξε
αγγίχτηκε
άγγιζε
αγγιζόταν
αγγιζότανε
άγγιζε
αγγιζόταν
αγγιζότανε
εμείς
αγγίζουμε
αγγιζόμαστε
αγγίζουμε
αγγιζόμαστε
θα αγγίζουμε
αγγίξαμε
αγγιχτήκαμε
αγγίξαμε
αγγιχτήκαμε
αγγίζαμε
αγγιζόμασταν
αγγιζόμαστε
αγγίζαμε
αγγιζόμασταν
αγγιζόμαστε
εσείς
αγγίζεστε
αγγίζετε
αγγίζεστε
αγγίζετε
θα αγγίζεστε
αγγίξατε
αγγιχτήκατε
αγγίξατε
αγγιχτήκατε
αγγίζατε
αγγιζόσασταν
αγγιζόσαστε
αγγίζατε
αγγιζόσασταν
αγγιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
αγγίζονται
αγγίζουν
αγγίζουνε
αγγίζονται
αγγίζουν
αγγίζουνε
θα αγγίζονται
άγγιξαν
αγγίξαν
αγγίξανε
αγγίχτηκαν
αγγιχτήκαν
αγγιχτήκανε
άγγιξαν
αγγίξαν
αγγίξανε
αγγίχτηκαν
αγγιχτήκαν
αγγιχτήκανε
άγγιζαν
αγγίζαν
αγγίζανε
αγγίζονταν
αγγιζόντουσαν
άγγιζαν
αγγίζαν
αγγίζανε
αγγίζονταν
αγγιζόντουσαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαγγιγμένοςαγγιγμένηαγγιγμένο
Genitiveαγγιγμένουαγγιγμένηςαγγιγμένου
Accusativeαγγιγμένοαγγιγμένηαγγιγμένο
Vocativeαγγιγμένεαγγιγμένηαγγιγμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαγγιγμένοιαγγιγμένεςαγγιγμένα
Genitiveαγγιγμένωναγγιγμένωναγγιγμένων
Accusativeαγγιγμένουςαγγιγμένεςαγγιγμένα
Vocativeαγγιγμένοιαγγιγμένεςαγγιγμένα

Other Forms

άγγιζε
• Singular • Active
άγγιξε
• Singular • Active
αγγίζεστε
• Singular • Passive
αγγίζετε
• Singular • Active
αγγίζου
• Singular • Passive
αγγίξου
• Singular • Passive
αγγίξτε
• Singular • Active
αγγιχτείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αγγίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words

Related Words