αγιάζω (ayiázo)

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About αγιάζω

As a verb, αγιάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Passive voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
αγιάζομαι
αγιάζω
αγιάζομαι
αγιάζω
θα αγιάζομαι
άγιασα
αγιάστηκα
άγιασα
αγιάστηκα
άγιαζα
αγιαζόμουν
αγιαζόμουνα
άγιαζα
αγιαζόμουν
αγιαζόμουνα
εσύ
αγιάζεις
αγιάζεσαι
αγιάζεις
αγιάζεσαι
θα αγιάζεις
άγιασες
αγιάστηκες
άγιασες
αγιάστηκες
άγιαζες
αγιαζόσουν
αγιαζόσουνα
άγιαζες
αγιαζόσουν
αγιαζόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
αγιάζει
αγιάζεται
αγιάζει
αγιάζεται
θα αγιάζει
άγιασε
αγιάστηκε
άγιασε
αγιάστηκε
άγιαζε
αγιαζόταν
αγιαζότανε
άγιαζε
αγιαζόταν
αγιαζότανε
εμείς
αγιάζουμε
αγιαζόμαστε
αγιάζουμε
αγιαζόμαστε
θα αγιάζουμε
αγιάσαμε
αγιαστήκαμε
αγιάσαμε
αγιαστήκαμε
αγιάζαμε
αγιαζόμασταν
αγιαζόμαστε
αγιάζαμε
αγιαζόμασταν
αγιαζόμαστε
εσείς
αγιάζεστε
αγιάζετε
αγιάζεστε
αγιάζετε
θα αγιάζεστε
αγιάσατε
αγιαστήκατε
αγιάσατε
αγιαστήκατε
αγιάζατε
αγιαζόσασταν
αγιαζόσαστε
αγιάζατε
αγιαζόσασταν
αγιαζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
αγιάζονται
αγιάζουν
αγιάζουνε
αγιάζονται
αγιάζουν
αγιάζουνε
θα αγιάζονται
άγιασαν
αγιάσαν
αγιάσανε
αγιάστηκαν
αγιαστήκαν
αγιαστήκανε
άγιασαν
αγιάσαν
αγιάσανε
αγιάστηκαν
αγιαστήκαν
αγιαστήκανε
άγιαζαν
αγιάζαν
αγιάζανε
αγιάζονταν
αγιαζόντουσαν
άγιαζαν
αγιάζαν
αγιάζανε
αγιάζονταν
αγιαζόντουσαν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαγιασμένοςαγιασμένηαγιασμένο
Genitiveαγιασμένουαγιασμένηςαγιασμένου
Accusativeαγιασμένοαγιασμένηαγιασμένο
Vocativeαγιασμένεαγιασμένηαγιασμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαγιασμένοιαγιασμένεςαγιασμένα
Genitiveαγιασμένωναγιασμένωναγιασμένων
Accusativeαγιασμένουςαγιασμένεςαγιασμένα
Vocativeαγιασμένοιαγιασμένεςαγιασμένα

Other Forms

άγιαζε
• Singular • Passive
άγιασε
• Singular • Passive
αγιάζεστε
• Singular • Passive
αγιάζετε
• Singular • Passive
αγιάσου
• Singular • Passive
αγιάστε
• Singular • Passive
αγιαστείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αγιάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.