αδυνατίζω (adinatízo)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αδυνατίζω
As a verb, αδυνατίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | αδυνατίζω αδυνατίζω | θα αδυνατίζώ | αδυνάτισα αδυνάτισα | αδυνάτιζα αδυνάτιζα |
| εσύ | αδυνατίζεις αδυνατίζεις | θα αδυνατίζεις | αδυνάτισες αδυνάτισες | αδυνάτιζες αδυνάτιζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | αδυνατίζει αδυνατίζει | θα αδυνατίζει | αδυνάτισε αδυνάτισε | αδυνάτιζε αδυνάτιζε |
| εμείς | αδυνατίζουμε αδυνατίζουμε | θα αδυνατίζουμε | αδυνατίσαμε αδυνατίσαμε | αδυνατίζαμε αδυνατίζαμε |
| εσείς | αδυνατίζετε αδυνατίζετε | θα αδυνατίζετε | αδυνατίσατε αδυνατίσατε | αδυνατίζατε αδυνατίζατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | αδυνατίζουν αδυνατίζουνε αδυνατίζουν αδυνατίζουνε | θα αδυνατίζουν | αδυνάτισαν αδυνατίσαν αδυνατίσανε αδυνάτισαν αδυνατίσαν αδυνατίσανε | αδυνάτιζαν αδυνατίζαν αδυνατίζανε αδυνάτιζαν αδυνατίζαν αδυνατίζανε |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | αδυνατισμένος | αδυνατισμένη | αδυνατισμένο |
| Genitive | αδυνατισμένου | αδυνατισμένης | αδυνατισμένου |
| Accusative | αδυνατισμένο | αδυνατισμένη | αδυνατισμένο |
| Vocative | αδυνατισμένε | αδυνατισμένη | αδυνατισμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | αδυνατισμένοι | αδυνατισμένες | αδυνατισμένα |
| Genitive | αδυνατισμένων | αδυνατισμένων | αδυνατισμένων |
| Accusative | αδυνατισμένους | αδυνατισμένες | αδυνατισμένα |
| Vocative | αδυνατισμένοι | αδυνατισμένες | αδυνατισμένα |
Other Forms
αδυνάτιζε
• Singular • Active
αδυνάτισε
• Singular • Active
αδυνατίζετε
• Singular • Active
αδυνατίστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αδυνατίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.