ακονίζω (akonízo)

English: sharpen

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About ακονίζω

As a verb, ακονίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

IPA: a.koˈni.zo
Hyphenation: α‧κο‧νί‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    to sharpen, hone, whet
    Examples:
    • ακόνισα το μαχαίρι (akónisa to machaíri) — I sharpened the knife
  • verb:
    (figuratively) to stimulate, whet

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
ακονίζομαι
ακονίζω
ακονίζομαι
ακονίζω
θα ακονίζομαι
ακονίστηκα
ακονίστηκα
ακόνισα
ακονιζόμουν
ακονιζόμουνα
ακονιζόμουν
ακονιζόμουνα
ακόνιζα
εσύ
ακονίζεις
ακονίζεσαι
ακονίζεις
ακονίζεσαι
θα ακονίζεις
ακονίστηκες
ακονίστηκες
ακόνισες
ακονιζόσουν
ακονιζόσουνα
ακονιζόσουν
ακονιζόσουνα
ακόνιζες
αυτός/αυτή/αυτό
ακονίζει
ακονίζεται
ακονίζει
ακονίζεται
θα ακονίζει
ακονίστηκε
ακονίστηκε
ακόνισε
ακονιζόταν
ακονιζότανε
ακονιζόταν
ακονιζότανε
ακόνιζε
εμείς
ακονίζουμε
ακονιζόμαστε
ακονίζουμε
ακονιζόμαστε
θα ακονίζουμε
ακονίσαμε
ακονιστήκαμε
ακονίσαμε
ακονιστήκαμε
ακονίζαμε
ακονιζόμασταν
ακονιζόμαστε
ακονίζαμε
ακονιζόμασταν
ακονιζόμαστε
εσείς
ακονίζεστε
ακονίζετε
ακονίζεστε
ακονίζετε
θα ακονίζεστε
ακονίσατε
ακονιστήκατε
ακονίσατε
ακονιστήκατε
ακονίζατε
ακονιζόσασταν
ακονιζόσαστε
ακονίζατε
ακονιζόσασταν
ακονιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
ακονίζονται
ακονίζουν
ακονίζουνε
ακονίζονται
ακονίζουν
ακονίζουνε
θα ακονίζονται
ακονίσαν
ακονίσανε
ακονίστηκαν
ακονιστήκαν
ακονιστήκανε
ακονίσαν
ακονίσανε
ακονίστηκαν
ακονιστήκαν
ακονιστήκανε
ακόνισαν
ακονίζαν
ακονίζανε
ακονίζονταν
ακονιζόντουσαν
ακονίζαν
ακονίζανε
ακονίζονταν
ακονιζόντουσαν
ακόνιζαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeακονισμένοςακονισμένηακονισμένο
Genitiveακονισμένουακονισμένηςακονισμένου
Accusativeακονισμένοακονισμένηακονισμένο
Vocativeακονισμένεακονισμένηακονισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeακονισμένοιακονισμένεςακονισμένα
Genitiveακονισμένωνακονισμένωνακονισμένων
Accusativeακονισμένουςακονισμένεςακονισμένα
Vocativeακονισμένοιακονισμένεςακονισμένα

Other Forms

ακονίζεστε
• Singular • Passive
ακονίζετε
• Singular • Active
ακονίζου
• Singular • Passive
ακονίσου
• Singular • Passive
ακονίστε
• Singular • Active
ακονιστείτε
• Singular • Passive
ακόνιζε
• Singular • Active
ακόνισε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ακονίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words

Related Words