αμφιταλαντεύομαι (amphitaladéfome)
English: dither
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αμφιταλαντεύομαι
As a verb, αμφιταλαντεύομαι is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Passive voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: aɱ.fi.ta.lanˈde.vo.me
Hyphenation: αμφιταλαντεύομαι
Definitions & Examples
- verb:to hesitate, to vacillate, to waverExamples:
- Synonyms: αμφιρρέπω (amfirrépo), διστάζω (distázo), ταλαντεύομαι (talantévomai)
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αμφιταλαντεύομαι | θα αμφιταλαντεύομαι | αμφιταλαντεύτηκα | αμφιταλαντευόμουν αμφιταλαντευόμουνα |
εσύ | αμφιταλαντεύεσαι | θα αμφιταλαντεύεσαι | αμφιταλαντεύτηκες | αμφιταλαντευόσουν αμφιταλαντευόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | αμφιταλαντεύεται | θα αμφιταλαντεύεται | αμφιταλαντεύτηκε | αμφιταλαντευόταν αμφιταλαντευότανε |
εμείς | αμφιταλαντευόμαστε | θα αμφιταλαντευόμαστε | αμφιταλαντευτήκαμε | αμφιταλαντευόμασταν αμφιταλαντευόμαστε |
εσείς | αμφιταλαντεύεστε | θα αμφιταλαντεύεστε | αμφιταλαντευτήκατε | αμφιταλαντευόσασταν αμφιταλαντευόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αμφιταλαντεύονται | θα αμφιταλαντεύονται | αμφιταλαντευτήκαν αμφιταλαντευτήκανε αμφιταλαντεύτηκαν | αμφιταλαντευόντουσαν αμφιταλαντεύονταν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αμφιταλαντευόμενος | αμφιταλαντευόμενη | αμφιταλαντευόμενο |
Genitive | αμφιταλαντευόμενου | αμφιταλαντευόμενης | αμφιταλαντευόμενου |
Accusative | αμφιταλαντευόμενο | αμφιταλαντευόμενη | αμφιταλαντευόμενο |
Vocative | αμφιταλαντευόμενε | αμφιταλαντευόμενη | αμφιταλαντευόμενο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αμφιταλαντευόμενοι | αμφιταλαντευόμενες | αμφιταλαντευόμενα |
Genitive | αμφιταλαντευόμενων | αμφιταλαντευόμενων | αμφιταλαντευόμενων |
Accusative | αμφιταλαντευόμενους | αμφιταλαντευόμενες | αμφιταλαντευόμενα |
Vocative | αμφιταλαντευόμενοι | αμφιταλαντευόμενες | αμφιταλαντευόμενα |
Other Forms
αμφιταλαντευτείτε
• Singular • Passive
αμφιταλαντεύεστε
• Singular • Passive
αμφιταλαντεύου
• Singular • Passive
αμφιταλαντεύσου
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αμφιταλαντεύομαι" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.