αντιπαρατάσσω (adiparatásso)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αντιπαρατάσσω
As a verb, αντιπαρατάσσω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Passive voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to draw up (plans)
- verb:to counterpose, present, put up (arguments)
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | αντιπαρατάσσομαι αντιπαρατάσσω | θα αντιπαρατάσσομαι | αντιπαρατάχτηκα | αντιπαρατασσόμουν αντιπαρατασσόμουνα |
| εσύ | αντιπαρατάσσεσαι | θα αντιπαρατάσσεσαι | αντιπαρατάχτηκες | αντιπαρατασσόσουν αντιπαρατασσόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | αντιπαρατάσσεται | θα αντιπαρατάσσεται | αντιπαρατάχτηκε | αντιπαρατασσόταν αντιπαρατασσότανε |
| εμείς | αντιπαρατασσόμαστε | θα αντιπαρατασσόμαστε | αντιπαραταχτήκαμε | αντιπαρατασσόμασταν αντιπαρατασσόμαστε |
| εσείς | αντιπαρατάσσεστε | θα αντιπαρατάσσεστε | αντιπαραταχτήκατε | αντιπαρατασσόσασταν αντιπαρατασσόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | αντιπαρατάσσονται | θα αντιπαρατάσσονται | αντιπαρατάχτηκαν αντιπαραταχτήκαν αντιπαραταχτήκανε | αντιπαρατάσσονταν αντιπαρατασσόντουσαν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | αντιπαραταγμένος | αντιπαραταγμένη | αντιπαραταγμένο |
| Genitive | αντιπαραταγμένου | αντιπαραταγμένης | αντιπαραταγμένου |
| Accusative | αντιπαραταγμένο | αντιπαραταγμένη | αντιπαραταγμένο |
| Vocative | αντιπαραταγμένε | αντιπαραταγμένη | αντιπαραταγμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | αντιπαραταγμένοι | αντιπαραταγμένες | αντιπαραταγμένα |
| Genitive | αντιπαραταγμένων | αντιπαραταγμένων | αντιπαραταγμένων |
| Accusative | αντιπαραταγμένους | αντιπαραταγμένες | αντιπαραταγμένα |
| Vocative | αντιπαραταγμένοι | αντιπαραταγμένες | αντιπαραταγμένα |
Other Forms
αντιπαρατάξου
• Singular • Passive
αντιπαρατάσσεστε
• Singular • Passive
αντιπαρατάσσου
• Singular • Passive
αντιπαραταχτείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αντιπαρατάσσω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.