απασφαλίζω (apasphalízo)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About απασφαλίζω
As a verb, απασφαλίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | απασφαλίζομαι απασφαλίζω | θα απασφαλίζομαι | απασφάλισα απασφαλίστηκα | απασφάλιζα απασφαλιζόμουν απασφαλιζόμουνα |
εσύ | απασφαλίζεις απασφαλίζεσαι | θα απασφαλίζεις | απασφάλισες απασφαλίστηκες | απασφάλιζες απασφαλιζόσουν απασφαλιζόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | απασφαλίζει απασφαλίζεται | θα απασφαλίζει | απασφάλισε απασφαλίστηκε | απασφάλιζε απασφαλιζόταν απασφαλιζότανε |
εμείς | απασφαλίζουμε απασφαλιζόμαστε | θα απασφαλίζουμε | απασφαλίσαμε απασφαλιστήκαμε | απασφαλίζαμε απασφαλιζόμασταν απασφαλιζόμαστε |
εσείς | απασφαλίζεστε απασφαλίζετε | θα απασφαλίζεστε | απασφαλίσατε απασφαλιστήκατε | απασφαλίζατε απασφαλιζόσασταν απασφαλιζόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | απασφαλίζονται απασφαλίζουν απασφαλίζουνε | θα απασφαλίζονται | απασφάλισαν απασφαλίσαν απασφαλίσανε απασφαλίστηκαν απασφαλιστήκαν απασφαλιστήκανε | απασφάλιζαν απασφαλίζαν απασφαλίζανε απασφαλίζονταν απασφαλιζόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | απασφαλισμένος | απασφαλισμένη | απασφαλισμένο |
Genitive | απασφαλισμένου | απασφαλισμένης | απασφαλισμένου |
Accusative | απασφαλισμένο | απασφαλισμένη | απασφαλισμένο |
Vocative | απασφαλισμένε | απασφαλισμένη | απασφαλισμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | απασφαλισμένοι | απασφαλισμένες | απασφαλισμένα |
Genitive | απασφαλισμένων | απασφαλισμένων | απασφαλισμένων |
Accusative | απασφαλισμένους | απασφαλισμένες | απασφαλισμένα |
Vocative | απασφαλισμένοι | απασφαλισμένες | απασφαλισμένα |
Other Forms
απασφάλιζε
• Singular • Active
απασφάλισε
• Singular • Active
απασφαλίζεστε
• Singular • Passive
απασφαλίζετε
• Singular • Active
απασφαλίζου
• Singular • Passive
απασφαλίσου
• Singular • Passive
απασφαλίστε
• Singular • Active
απασφαλιστείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "απασφαλίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.