αποδυναμώνω (apodinamóno)
English: fizzle out
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποδυναμώνω
As a verb, αποδυναμώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to weaken, sap, enfeeble
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | αποδυναμώνομαι αποδυναμώνω  | θα αποδυναμώνομαι | αποδυνάμωσα  | αποδυνάμωνα  | 
| εσύ | αποδυναμώνεις  | θα αποδυναμώνεις | αποδυνάμωσες  | αποδυνάμωνες  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | αποδυναμώνει  | θα αποδυναμώνει | αποδυνάμωσε  | αποδυνάμωνε  | 
| εμείς | αποδυναμώνουμε  | θα αποδυναμώνουμε | αποδυναμώσαμε  | αποδυναμώναμε  | 
| εσείς | αποδυναμώνετε  | θα αποδυναμώνετε | αποδυναμώσατε  | αποδυναμώνατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | αποδυναμώνουν αποδυναμώνουνε  | θα αποδυναμώνουν | αποδυνάμωσαν αποδυναμώσαν αποδυναμώσανε  | αποδυνάμωναν αποδυναμώναν αποδυναμώνανε  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | αποδυναμωμένος | αποδυναμωμένη | αποδυναμωμένο | 
| Genitive | αποδυναμωμένου | αποδυναμωμένης | αποδυναμωμένου | 
| Accusative | αποδυναμωμένο | αποδυναμωμένη | αποδυναμωμένο | 
| Vocative | αποδυναμωμένε | αποδυναμωμένη | αποδυναμωμένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | αποδυναμωμένοι | αποδυναμωμένες | αποδυναμωμένα | 
| Genitive | αποδυναμωμένων | αποδυναμωμένων | αποδυναμωμένων | 
| Accusative | αποδυναμωμένους | αποδυναμωμένες | αποδυναμωμένα | 
| Vocative | αποδυναμωμένοι | αποδυναμωμένες | αποδυναμωμένα | 
Active Voice
Other Forms
αποδυνάμωνε
 • Singular • Active
αποδυνάμωσε
 • Singular • Active
αποδυναμώνετε
 • Singular • Active
αποδυναμώστε
 • Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποδυναμώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.