αποικίζω (apikízo)

English: colonize

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About αποικίζω

As a verb, αποικίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

IPA: a.piˈci.zo

Definitions & Examples

  • verb:
    to colonise (UK), colonize (US)

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
αποικίζομαι
αποικίζω
θα αποικίζομαι
αποίκισα
αποικίστηκα
αποίκιζα
αποικιζόμουν
αποικιζόμουνα
εσύ
αποικίζεις
αποικίζεσαι
θα αποικίζεις
αποίκισες
αποικίστηκες
αποίκιζες
αποικιζόσουν
αποικιζόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
αποικίζει
αποικίζεται
θα αποικίζει
αποίκισε
αποικίστηκε
αποίκιζε
αποικιζόταν
αποικιζότανε
εμείς
αποικίζουμε
αποικιζόμαστε
θα αποικίζουμε
αποικίσαμε
αποικιστήκαμε
αποικίζαμε
αποικιζόμασταν
αποικιζόμαστε
εσείς
αποικίζεστε
αποικίζετε
θα αποικίζεστε
αποικίσατε
αποικιστήκατε
αποικίζατε
αποικιζόσασταν
αποικιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
αποικίζονται
αποικίζουν
αποικίζουνε
θα αποικίζονται
αποίκισαν
αποικίσαν
αποικίσανε
αποικίστηκαν
αποικιστήκαν
αποικιστήκανε
αποίκιζαν
αποικίζαν
αποικίζανε
αποικίζονταν
αποικιζόντουσαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαποικισμένοςαποικισμένηαποικισμένο
Genitiveαποικισμένουαποικισμένηςαποικισμένου
Accusativeαποικισμένοαποικισμένηαποικισμένο
Vocativeαποικισμένεαποικισμένηαποικισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαποικισμένοιαποικισμένεςαποικισμένα
Genitiveαποικισμένωναποικισμένωναποικισμένων
Accusativeαποικισμένουςαποικισμένεςαποικισμένα
Vocativeαποικισμένοιαποικισμένεςαποικισμένα

Other Forms

αποίκιζε
• Singular • Active
αποίκισε
• Singular • Active
αποικίζεστε
• Singular • Passive
αποικίζετε
• Singular • Active
αποικίζου
• Singular • Passive
αποικίσου
• Singular • Passive
αποικίστε
• Singular • Active
αποικιστείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποικίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.