αποσβολώνομαι (aposvolónome)

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About αποσβολώνομαι

As a verb, αποσβολώνομαι is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Passive voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Definitions & Examples

  • verb:
    passive of αποσβολώνω (

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
αποσβολώνομαι
θα αποσβολώνομαι
αποσβολώθηκα
αποσβολωνόμουν
αποσβολωνόμουνα
εσύ
αποσβολώνεσαι
θα αποσβολώνεσαι
αποσβολώθηκες
αποσβολωνόσουν
αποσβολωνόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
αποσβολώνεται
θα αποσβολώνεται
αποσβολώθηκε
αποσβολωνόταν
αποσβολωνότανε
εμείς
αποσβολωνόμαστε
θα αποσβολωνόμαστε
αποσβολωθήκαμε
αποσβολωνόμασταν
αποσβολωνόμαστε
εσείς
αποσβολώνεστε
θα αποσβολώνεστε
αποσβολωθήκατε
αποσβολωνόσασταν
αποσβολωνόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
αποσβολώνονται
θα αποσβολώνονται
αποσβολωθήκαν
αποσβολωθήκανε
αποσβολώθηκαν
αποσβολωνόντουσαν
αποσβολώνονταν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαποσβολωμένοςαποσβολωμένηαποσβολωμένο
Genitiveαποσβολωμένουαποσβολωμένηςαποσβολωμένου
Accusativeαποσβολωμένοαποσβολωμένηαποσβολωμένο
Vocativeαποσβολωμένεαποσβολωμένηαποσβολωμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαποσβολωμένοιαποσβολωμένεςαποσβολωμένα
Genitiveαποσβολωμένωναποσβολωμένωναποσβολωμένων
Accusativeαποσβολωμένουςαποσβολωμένεςαποσβολωμένα
Vocativeαποσβολωμένοιαποσβολωμένεςαποσβολωμένα

Other Forms

αποσβολωθείτε
• Singular • Passive
αποσβολώνεστε
• Singular • Passive
αποσβολώνου
• Singular • Passive
αποσβολώσου
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποσβολώνομαι" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.