αποσταλάζω (apostalázo)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποσταλάζω
As a verb, αποσταλάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αποσταλάζω | θα αποσταλάζώ | αποστάλαξα | αποστάλαζα |
εσύ | αποσταλάζεις | θα αποσταλάζεις | αποστάλαξες | αποστάλαζες |
αυτός/αυτή/αυτό | αποσταλάζει | θα αποσταλάζει | αποστάλαξε | αποστάλαζε |
εμείς | αποσταλάζουμε | θα αποσταλάζουμε | αποσταλάξαμε | αποσταλάζαμε |
εσείς | αποσταλάζετε | θα αποσταλάζετε | αποσταλάξατε | αποσταλάζατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αποσταλάζουν αποσταλάζουνε | θα αποσταλάζουν | αποστάλαξαν αποσταλάξαν αποσταλάξανε | αποστάλαζαν αποσταλάζαν αποσταλάζανε |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αποσταλαγμένος | αποσταλαγμένη | αποσταλαγμένο |
Genitive | αποσταλαγμένου | αποσταλαγμένης | αποσταλαγμένου |
Accusative | αποσταλαγμένο | αποσταλαγμένη | αποσταλαγμένο |
Vocative | αποσταλαγμένε | αποσταλαγμένη | αποσταλαγμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αποσταλαγμένοι | αποσταλαγμένες | αποσταλαγμένα |
Genitive | αποσταλαγμένων | αποσταλαγμένων | αποσταλαγμένων |
Accusative | αποσταλαγμένους | αποσταλαγμένες | αποσταλαγμένα |
Vocative | αποσταλαγμένοι | αποσταλαγμένες | αποσταλαγμένα |
Other Forms
αποστάλαζε
• Singular • Active
αποστάλαξε
• Singular • Active
αποσταλάζετε
• Singular • Active
αποσταλάξτε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποσταλάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.