αποσυνδέω (aposindéo)
English: disconnect
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποσυνδέω
As a verb, αποσυνδέω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: a.po.sinˈðe.o
Hyphenation: α‧πο‧συν‧δέ‧ω
Definitions & Examples
- verb:to disconnect, sever a connectionExamples:
- Antonym: συνδέω (syndéo)
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αποσυνδέομαι αποσυνδέω | θα αποσυνδέομαι | αποσυνέδεσα αποσυνδέθηκα | αποσυνέδεα αποσυνδεόμουν αποσυνδεόμουνα |
εσύ | αποσυνδέεις αποσυνδέεσαι | θα αποσυνδέεις | αποσυνέδεσες αποσυνδέθηκες | αποσυνέδεες αποσυνδεόσουν αποσυνδεόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | αποσυνδέει αποσυνδέεται | θα αποσυνδέει | αποσυνέδεσε αποσυνδέθηκε | αποσυνέδεε αποσυνδεόταν αποσυνδεότανε |
εμείς | αποσυνδέουμε αποσυνδεόμαστε | θα αποσυνδέουμε | αποσυνδέσαμε αποσυνδεθήκαμε | αποσυνδέαμε αποσυνδεόμασταν αποσυνδεόμαστε |
εσείς | αποσυνδέεστε αποσυνδέετε | θα αποσυνδέεστε | αποσυνδέσατε αποσυνδεθήκατε | αποσυνδέατε αποσυνδεόσασταν αποσυνδεόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αποσυνδέονται αποσυνδέουν αποσυνδέουνε | θα αποσυνδέονται | αποσυνέδεσαν αποσυνδέθηκαν αποσυνδέσαν αποσυνδέσανε αποσυνδεθήκαν αποσυνδεθήκανε | αποσυνέδεαν αποσυνδέαν αποσυνδέανε αποσυνδέονταν αποσυνδεόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αποσυνδεδεμένος | αποσυνδεδεμένη | αποσυνδεδεμένο |
Genitive | αποσυνδεδεμένου | αποσυνδεδεμένης | αποσυνδεδεμένου |
Accusative | αποσυνδεδεμένο | αποσυνδεδεμένη | αποσυνδεδεμένο |
Vocative | αποσυνδεδεμένε | αποσυνδεδεμένη | αποσυνδεδεμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αποσυνδεδεμένοι | αποσυνδεδεμένες | αποσυνδεδεμένα |
Genitive | αποσυνδεδεμένων | αποσυνδεδεμένων | αποσυνδεδεμένων |
Accusative | αποσυνδεδεμένους | αποσυνδεδεμένες | αποσυνδεδεμένα |
Vocative | αποσυνδεδεμένοι | αποσυνδεδεμένες | αποσυνδεδεμένα |
Other Forms
αποσυνδέεστε
• Singular • Passive
αποσυνδέετε
• Singular • Active
αποσυνδέου
• Singular • Passive
αποσυνδέσου
• Singular • Passive
αποσυνδέστε
• Singular • Active
αποσυνδεε
• Singular • Active
αποσυνδεθείτε
• Singular • Passive
αποσυνδεσε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποσυνδέω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.