αποτρέπω (apotrépo)
English: avert
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποτρέπω
As a verb, αποτρέπω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: a.poˈtɾe.po
Hyphenation: α‧πο‧τρέ‧πω
Definitions & Examples
- verb:to avert, ward off
- verb:to dissuade, deter
- verb:to stop, prevent
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αποτρέπομαι αποτρέπω | θα αποτρέπομαι | απέτρεψα αποτράπηκα | απέτρεπα αποτρεπόμουν αποτρεπόμουνα |
εσύ | αποτρέπεις αποτρέπεσαι | θα αποτρέπεις | απέτρεψες αποτράπηκες | απέτρεπες αποτρεπόσουν αποτρεπόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | αποτρέπει αποτρέπεται | θα αποτρέπει | απέτρεψε αποτράπηκε | απέτρεπε αποτρεπόταν αποτρεπότανε |
εμείς | αποτρέπουμε αποτρεπόμαστε | θα αποτρέπουμε | αποτρέψαμε αποτραπήκαμε | αποτρέπαμε αποτρεπόμασταν αποτρεπόμαστε |
εσείς | αποτρέπεστε αποτρέπετε | θα αποτρέπεστε | αποτρέψατε αποτραπήκατε | αποτρέπατε αποτρεπόσασταν αποτρεπόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αποτρέπονται αποτρέπουν αποτρέπουνε | θα αποτρέπονται | απέτρεψαν αποτράπηκαν αποτρέψαν αποτρέψανε αποτραπήκαν αποτραπήκανε | απέτρεπαν αποτρέπαν αποτρέπανε αποτρέπονταν αποτρεπόντουσαν |
Active Voice
Other Forms
αποτρέπεστε
• Singular • Passive
αποτρέπετε
• Singular • Active
αποτρέπου
• Singular • Passive
αποτρέψου
• Singular • Passive
αποτρέψτε
• Singular • Active
αποτραπείτε
• Singular • Passive
απότρεπε
• Singular • Active
απότρεψε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποτρέπω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.