διαγουμίζω (diagoumízo)

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About διαγουμίζω

As a verb, διαγουμίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: δια‧γου‧μί‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    synonym of λεηλατώ (

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
διαγουμίζομαι
διαγουμίζω
θα διαγουμίζομαι
διαγουμίστηκα
διαγούμισα
διαγουμιζόμουν
διαγουμιζόμουνα
διαγούμιζα
εσύ
διαγουμίζεις
διαγουμίζεσαι
θα διαγουμίζεις
διαγουμίστηκες
διαγούμισες
διαγουμιζόσουν
διαγουμιζόσουνα
διαγούμιζες
αυτός/αυτή/αυτό
διαγουμίζει
διαγουμίζεται
θα διαγουμίζει
διαγουμίστηκε
διαγούμισε
διαγουμιζόταν
διαγουμιζότανε
διαγούμιζε
εμείς
διαγουμίζουμε
διαγουμιζόμαστε
θα διαγουμίζουμε
διαγουμίσαμε
διαγουμιστήκαμε
διαγουμίζαμε
διαγουμιζόμασταν
διαγουμιζόμαστε
εσείς
διαγουμίζεστε
διαγουμίζετε
θα διαγουμίζεστε
διαγουμίσατε
διαγουμιστήκατε
διαγουμίζατε
διαγουμιζόσασταν
διαγουμιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
διαγουμίζονται
διαγουμίζουν
διαγουμίζουνε
θα διαγουμίζονται
διαγουμίσαν
διαγουμίσανε
διαγουμίστηκαν
διαγουμιστήκαν
διαγουμιστήκανε
διαγούμισαν
διαγουμίζαν
διαγουμίζανε
διαγουμίζονταν
διαγουμιζόντουσαν
διαγούμιζαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιαγουμισμένοςδιαγουμισμένηδιαγουμισμένο
Genitiveδιαγουμισμένουδιαγουμισμένηςδιαγουμισμένου
Accusativeδιαγουμισμένοδιαγουμισμένηδιαγουμισμένο
Vocativeδιαγουμισμένεδιαγουμισμένηδιαγουμισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeδιαγουμισμένοιδιαγουμισμένεςδιαγουμισμένα
Genitiveδιαγουμισμένωνδιαγουμισμένωνδιαγουμισμένων
Accusativeδιαγουμισμένουςδιαγουμισμένεςδιαγουμισμένα
Vocativeδιαγουμισμένοιδιαγουμισμένεςδιαγουμισμένα

Other Forms

διαγουμίζεστε
• Singular • Passive
διαγουμίζετε
• Singular • Active
διαγουμίζου
• Singular • Passive
διαγουμίσου
• Singular • Passive
διαγουμίστε
• Singular • Active
διαγουμιστείτε
• Singular • Passive
διαγούμιζε
• Singular • Active
διαγούμισε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διαγουμίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words

Derived Terms

  • διαγούμισμα (diagoúmisma)"Grek"
  • διαγουμιστής (diagoumistís)"Grek"