διαστέλλω (diastéllo)
English: expand
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About διαστέλλω
As a verb, διαστέλλω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Passive voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | διαστέλλομαι διαστέλλω  | θα διαστέλλομαι | διαστάλθηκα  | διαστελλόμουν διαστελλόμουνα  | 
| εσύ | διαστέλλεσαι  | θα διαστέλλεσαι | διαστάλθηκες  | διαστελλόσουν διαστελλόσουνα  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | διαστέλλεται  | θα διαστέλλεται | διαστάλθηκε  | διαστελλόταν διαστελλότανε  | 
| εμείς | διαστελλόμαστε  | θα διαστελλόμαστε | διασταλήκαμε  | διαστελλόμασταν διαστελλόμαστε  | 
| εσείς | διαστέλλεστε  | θα διαστέλλεστε | διασταλήκατε  | διαστελλόσασταν διαστελλόσαστε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | διαστέλλονται  | θα διαστέλλονται | διαστάλθηκαν διασταλήκαν διασταλήκανε  | διαστέλλονταν διαστελλόντουσαν  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | διαστελλόμενος | διαστελλόμενη | διαστελλόμενο | 
| Genitive | διαστελλόμενου | διαστελλόμενης | διαστελλόμενου | 
| Accusative | διαστελλόμενο | διαστελλόμενη | διαστελλόμενο | 
| Vocative | διαστελλόμενε | διαστελλόμενη | διαστελλόμενο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | διαστελλόμενοι | διαστελλόμενες | διαστελλόμενα | 
| Genitive | διαστελλόμενων | διαστελλόμενων | διαστελλόμενων | 
| Accusative | διαστελλόμενους | διαστελλόμενες | διαστελλόμενα | 
| Vocative | διαστελλόμενοι | διαστελλόμενες | διαστελλόμενα | 
Other Forms
διαστέλλεστε
 • Singular • Passive
διαστέλλου
 • Singular • Passive
διασταλείτε
 • Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διαστέλλω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.