διασώζω (diasózo)
English: rescue
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About διασώζω
As a verb, διασώζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | διασώζομαι διασώζω | θα διασώζομαι | διέσωσα διασώθηκα | διέσωζα διασωζόμουν διασωζόμουνα |
| εσύ | διασώζεις διασώζεσαι | θα διασώζεις | διέσωσες διασώθηκες | διέσωζες διασωζόσουν διασωζόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | διασώζει διασώζεται | θα διασώζει | διέσωσε διασώθηκε | διέσωζε διασωζόταν διασωζότανε |
| εμείς | διασωζόμαστε διασώζουμε | θα διασωζόμαστε | διασωθήκαμε διασώσαμε | διασωζόμασταν διασωζόμαστε διασώζαμε |
| εσείς | διασώζεστε διασώζετε | θα διασώζεστε | διασωθήκατε διασώσατε | διασωζόσασταν διασωζόσαστε διασώζατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | διασώζονται διασώζουν διασώζουνε | θα διασώζονται | διέσωσαν διασωθήκαν διασωθήκανε διασώθηκαν διασώσαν διασώσανε | διέσωζαν διασωζόντουσαν διασώζαν διασώζανε διασώζονταν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | διασωζόμενος | διασωζόμενη | διασωζόμενο |
| Genitive | διασωζόμενου | διασωζόμενης | διασωζόμενου |
| Accusative | διασωζόμενο | διασωζόμενη | διασωζόμενο |
| Vocative | διασωζόμενε | διασωζόμενη | διασωζόμενο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | διασωζόμενοι | διασωζόμενες | διασωζόμενα |
| Genitive | διασωζόμενων | διασωζόμενων | διασωζόμενων |
| Accusative | διασωζόμενους | διασωζόμενες | διασωζόμενα |
| Vocative | διασωζόμενοι | διασωζόμενες | διασωζόμενα |
Active Voice
Other Forms
διάσωζε
• Singular • Active
διάσωσε
• Singular • Active
διασωθείτε
• Singular • Passive
διασώζεστε
• Singular • Passive
διασώζετε
• Singular • Active
διασώσου
• Singular • Passive
διασώστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "διασώζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.