ελαττώνω (elattóno)
English: reduce
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About ελαττώνω
As a verb, ελαττώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | ελαττώνομαι ελαττώνω | θα ελαττώνομαι | ελάττωσα ελαττώθηκα | ελάττωνα ελαττωνόμουν ελαττωνόμουνα |
εσύ | ελαττώνεις ελαττώνεσαι | θα ελαττώνεις | ελάττωσες ελαττώθηκες | ελάττωνες ελαττωνόσουν ελαττωνόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | ελαττώνει ελαττώνεται | θα ελαττώνει | ελάττωσε ελαττώθηκε | ελάττωνε ελαττωνόταν ελαττωνότανε |
εμείς | ελαττωνόμαστε ελαττώνουμε | θα ελαττωνόμαστε | ελαττωθήκαμε ελαττώσαμε | ελαττωνόμασταν ελαττωνόμαστε ελαττώναμε |
εσείς | ελαττώνεστε ελαττώνετε | θα ελαττώνεστε | ελαττωθήκατε ελαττώσατε | ελαττωνόσασταν ελαττωνόσαστε ελαττώνατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | ελαττώνονται ελαττώνουν ελαττώνουνε | θα ελαττώνονται | ελάττωσαν ελαττωθήκαν ελαττωθήκανε ελαττώθηκαν ελαττώσαν ελαττώσανε | ελάττωναν ελαττωνόντουσαν ελαττώναν ελαττώνανε ελαττώνονταν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | ελαττωμένος | ελαττωμένη | ελαττωμένο |
Genitive | ελαττωμένου | ελαττωμένης | ελαττωμένου |
Accusative | ελαττωμένο | ελαττωμένη | ελαττωμένο |
Vocative | ελαττωμένε | ελαττωμένη | ελαττωμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | ελαττωμένοι | ελαττωμένες | ελαττωμένα |
Genitive | ελαττωμένων | ελαττωμένων | ελαττωμένων |
Accusative | ελαττωμένους | ελαττωμένες | ελαττωμένα |
Vocative | ελαττωμένοι | ελαττωμένες | ελαττωμένα |
Active Voice
Other Forms
ελάττωνε
• Singular • Active
ελάττωσε
• Singular • Active
ελαττωθείτε
• Singular • Passive
ελαττώνεστε
• Singular • Passive
ελαττώνετε
• Singular • Active
ελαττώνου
• Singular • Passive
ελαττώσου
• Singular • Passive
ελαττώστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ελαττώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.