ενσωματώνω (ensomatóno)
English: incorporate
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About ενσωματώνω
As a verb, ενσωματώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: en.so.maˈto.no
Hyphenation: εν‧σω‧μα‧τώ‧νω
Definitions & Examples
- verb:(transitive) to incorporate, to integrate
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | ενσωματώνομαι ενσωματώνω | θα ενσωματώνομαι | ενσωμάτωσα ενσωματώθηκα | ενσωμάτωνα ενσωματωνόμουν ενσωματωνόμουνα |
εσύ | ενσωματώνεις ενσωματώνεσαι | θα ενσωματώνεις | ενσωμάτωσες ενσωματώθηκες | ενσωμάτωνες ενσωματωνόσουν ενσωματωνόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | ενσωματώνει ενσωματώνεται | θα ενσωματώνει | ενσωμάτωσε ενσωματώθηκε | ενσωμάτωνε ενσωματωνόταν ενσωματωνότανε |
εμείς | ενσωματωνόμαστε ενσωματώνουμε | θα ενσωματωνόμαστε | ενσωματωθήκαμε ενσωματώσαμε | ενσωματωνόμασταν ενσωματωνόμαστε ενσωματώναμε |
εσείς | ενσωματώνεστε ενσωματώνετε | θα ενσωματώνεστε | ενσωματωθήκατε ενσωματώσατε | ενσωματωνόσασταν ενσωματωνόσαστε ενσωματώνατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | ενσωματώνονται ενσωματώνουν ενσωματώνουνε | θα ενσωματώνονται | ενσωμάτωσαν ενσωματωθήκαν ενσωματωθήκανε ενσωματώθηκαν ενσωματώσαν ενσωματώσανε | ενσωμάτωναν ενσωματωνόντουσαν ενσωματώναν ενσωματώνανε ενσωματώνονταν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | ενσωματωμένος | ενσωματωμένη | ενσωματωμένο |
Genitive | ενσωματωμένου | ενσωματωμένης | ενσωματωμένου |
Accusative | ενσωματωμένο | ενσωματωμένη | ενσωματωμένο |
Vocative | ενσωματωμένε | ενσωματωμένη | ενσωματωμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | ενσωματωμένοι | ενσωματωμένες | ενσωματωμένα |
Genitive | ενσωματωμένων | ενσωματωμένων | ενσωματωμένων |
Accusative | ενσωματωμένους | ενσωματωμένες | ενσωματωμένα |
Vocative | ενσωματωμένοι | ενσωματωμένες | ενσωματωμένα |
Active Voice
Other Forms
ενσωμάτωνε
• Singular • Active
ενσωμάτωσε
• Singular • Active
ενσωματωθείτε
• Singular • Passive
ενσωματώνεστε
• Singular • Passive
ενσωματώνετε
• Singular • Active
ενσωματώνου
• Singular • Passive
ενσωματώσου
• Singular • Passive
ενσωματώστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ενσωματώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.