εξανθρωπίζω (exanthropízo)

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About εξανθρωπίζω

As a verb, εξανθρωπίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
εξανθρωπίζομαι
εξανθρωπίζω
θα εξανθρωπίζομαι
εξανθρωπίστηκα
εξανθρώπισα
εξανθρωπιζόμουν
εξανθρωπιζόμουνα
εξανθρώπιζα
εσύ
εξανθρωπίζεις
εξανθρωπίζεσαι
θα εξανθρωπίζεις
εξανθρωπίστηκες
εξανθρώπισες
εξανθρωπιζόσουν
εξανθρωπιζόσουνα
εξανθρώπιζες
αυτός/αυτή/αυτό
εξανθρωπίζει
εξανθρωπίζεται
θα εξανθρωπίζει
εξανθρωπίστηκε
εξανθρώπισε
εξανθρωπιζόταν
εξανθρωπιζότανε
εξανθρώπιζε
εμείς
εξανθρωπίζουμε
εξανθρωπιζόμαστε
θα εξανθρωπίζουμε
εξανθρωπίσαμε
εξανθρωπιστήκαμε
εξανθρωπίζαμε
εξανθρωπιζόμασταν
εξανθρωπιζόμαστε
εσείς
εξανθρωπίζεστε
εξανθρωπίζετε
θα εξανθρωπίζεστε
εξανθρωπίσατε
εξανθρωπιστήκατε
εξανθρωπίζατε
εξανθρωπιζόσασταν
εξανθρωπιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
εξανθρωπίζονται
εξανθρωπίζουν
εξανθρωπίζουνε
θα εξανθρωπίζονται
εξανθρωπίσαν
εξανθρωπίσανε
εξανθρωπίστηκαν
εξανθρωπιστήκαν
εξανθρωπιστήκανε
εξανθρώπισαν
εξανθρωπίζαν
εξανθρωπίζανε
εξανθρωπίζονταν
εξανθρωπιζόντουσαν
εξανθρώπιζαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeεξανθρωπισμένοςεξανθρωπισμένηεξανθρωπισμένο
Genitiveεξανθρωπισμένουεξανθρωπισμένηςεξανθρωπισμένου
Accusativeεξανθρωπισμένοεξανθρωπισμένηεξανθρωπισμένο
Vocativeεξανθρωπισμένεεξανθρωπισμένηεξανθρωπισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeεξανθρωπισμένοιεξανθρωπισμένεςεξανθρωπισμένα
Genitiveεξανθρωπισμένωνεξανθρωπισμένωνεξανθρωπισμένων
Accusativeεξανθρωπισμένουςεξανθρωπισμένεςεξανθρωπισμένα
Vocativeεξανθρωπισμένοιεξανθρωπισμένεςεξανθρωπισμένα

Other Forms

εξανθρωπίζεστε
• Singular • Passive
εξανθρωπίζετε
• Singular • Active
εξανθρωπίζου
• Singular • Passive
εξανθρωπίσου
• Singular • Passive
εξανθρωπίστε
• Singular • Active
εξανθρωπιστείτε
• Singular • Passive
εξανθρώπιζε
• Singular • Active
εξανθρώπισε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "εξανθρωπίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.