εξυπηρετώ (exipiretó)

English: serve

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About εξυπηρετώ

As a verb, εξυπηρετώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

IPA: eksipiɾeˈto
Hyphenation: ε‧ξυ‧πη‧ρε‧τώ

Definitions & Examples

  • verb:
    to provide service
  • verb:
    to arrange, fit into
  • verb:
    to arrange (affairs, responsibilities)

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
εξυπηρετούμαι
εξυπηρετώ
θα εξυπηρετούμαι
εξυπηρέτησα
εξυπηρετήθηκα
εξυπηρετούμουν
εξυπηρετούσα
εσύ
εξυπηρετείς
εξυπηρετείσαι
θα εξυπηρετείς
εξυπηρέτησες
εξυπηρετήθηκες
εξυπηρετούσες
εξυπηρετούσουν
αυτός/αυτή/αυτό
εξυπηρετεί
εξυπηρετείται
θα εξυπηρετεί
εξυπηρέτησε
εξυπηρετήθηκε
εξυπηρετούνταν
εξυπηρετούσε
εμείς
εξυπηρετούμαστε
εξυπηρετούμε
θα εξυπηρετούμαστε
εξυπηρετήσαμε
εξυπηρετηθήκαμε
εξυπηρετούμασταν
εξυπηρετούμαστε
εξυπηρετούσαμε
εσείς
εξυπηρετείστε
εξυπηρετείτε
θα εξυπηρετείστε
εξυπηρετήσατε
εξυπηρετηθήκατε
εξυπηρετούσασταν
εξυπηρετούσαστε
εξυπηρετούσατε
αυτοί/αυτές/αυτά
εξυπηρετούν
εξυπηρετούνε
εξυπηρετούνται
θα εξυπηρετούν
εξυπηρέτησαν
εξυπηρετήθηκαν
εξυπηρετήσαν
εξυπηρετήσανε
εξυπηρετηθήκαν
εξυπηρετηθήκανε
εξυπηρετούνταν
εξυπηρετούσαν
εξυπηρετούσανε

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeεξυπηρετημένοςεξυπηρετημένηεξυπηρετημένο
Genitiveεξυπηρετημένουεξυπηρετημένηςεξυπηρετημένου
Accusativeεξυπηρετημένοεξυπηρετημένηεξυπηρετημένο
Vocativeεξυπηρετημένεεξυπηρετημένηεξυπηρετημένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeεξυπηρετημένοιεξυπηρετημένεςεξυπηρετημένα
Genitiveεξυπηρετημένωνεξυπηρετημένωνεξυπηρετημένων
Accusativeεξυπηρετημένουςεξυπηρετημένεςεξυπηρετημένα
Vocativeεξυπηρετημένοιεξυπηρετημένεςεξυπηρετημένα

Active Voice

Other Forms

εξυπηρέτει
• Singular • Active
εξυπηρέτησε
• Singular • Active
εξυπηρετήσου
• Singular • Passive
εξυπηρετήστε
• Singular • Active
εξυπηρετείστε
• Singular • Passive
εξυπηρετείτε
• Singular • Active
εξυπηρετηθείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "εξυπηρετώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Derived Terms

  • εξυπηρετικός (exypiretikós)"Grek"