επιβεβαιώνω (epiveveóno)
English: confirm
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About επιβεβαιώνω
As a verb, επιβεβαιώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: e.pi.ve.veˈo.no
Hyphenation: ε‧πι‧βε‧βαι‧ώ‧νω
Definitions & Examples
- verb:(transitive) to confirm
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | επιβεβαιώνομαι επιβεβαιώνω | θα επιβεβαιώνομαι | επιβεβαίωσα επιβεβαιώθηκα | επιβεβαίωνα επιβεβαιωνόμουν επιβεβαιωνόμουνα |
εσύ | επιβεβαιώνεις επιβεβαιώνεσαι | θα επιβεβαιώνεις | επιβεβαίωσες επιβεβαιώθηκες | επιβεβαίωνες επιβεβαιωνόσουν επιβεβαιωνόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | επιβεβαιώνει επιβεβαιώνεται | θα επιβεβαιώνει | επιβεβαίωσε επιβεβαιώθηκε | επιβεβαίωνε επιβεβαιωνόταν επιβεβαιωνότανε |
εμείς | επιβεβαιωνόμαστε επιβεβαιώνουμε | θα επιβεβαιωνόμαστε | επιβεβαιωθήκαμε επιβεβαιώσαμε | επιβεβαιωνόμασταν επιβεβαιωνόμαστε επιβεβαιώναμε |
εσείς | επιβεβαιώνεστε επιβεβαιώνετε | θα επιβεβαιώνεστε | επιβεβαιωθήκατε επιβεβαιώσατε | επιβεβαιωνόσασταν επιβεβαιωνόσαστε επιβεβαιώνατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | επιβεβαιώνονται επιβεβαιώνουν επιβεβαιώνουνε | θα επιβεβαιώνονται | επιβεβαίωσαν επιβεβαιωθήκαν επιβεβαιωθήκανε επιβεβαιώθηκαν επιβεβαιώσαν επιβεβαιώσανε | επιβεβαίωναν επιβεβαιωνόντουσαν επιβεβαιώναν επιβεβαιώνανε επιβεβαιώνονταν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | επιβεβαιωμένος | επιβεβαιωμένη | επιβεβαιωμένο |
Genitive | επιβεβαιωμένου | επιβεβαιωμένης | επιβεβαιωμένου |
Accusative | επιβεβαιωμένο | επιβεβαιωμένη | επιβεβαιωμένο |
Vocative | επιβεβαιωμένε | επιβεβαιωμένη | επιβεβαιωμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | επιβεβαιωμένοι | επιβεβαιωμένες | επιβεβαιωμένα |
Genitive | επιβεβαιωμένων | επιβεβαιωμένων | επιβεβαιωμένων |
Accusative | επιβεβαιωμένους | επιβεβαιωμένες | επιβεβαιωμένα |
Vocative | επιβεβαιωμένοι | επιβεβαιωμένες | επιβεβαιωμένα |
Active Voice
Other Forms
επιβεβαίωνε
• Singular • Active
επιβεβαίωσε
• Singular • Active
επιβεβαιωθείτε
• Singular • Passive
επιβεβαιώνεστε
• Singular • Passive
επιβεβαιώνετε
• Singular • Active
επιβεβαιώνου
• Singular • Passive
επιβεβαιώσου
• Singular • Passive
επιβεβαιώστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "επιβεβαιώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.