επισημοποιώ (episimopió)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About επισημοποιώ
As a verb, επισημοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | επισημοποιώ | θα επισημοποιώ | επισημοποίησα | επισημοποιούσα |
| εσύ | επισημοποιείς | θα επισημοποιείς | επισημοποίησες | επισημοποιούσες |
| αυτός/αυτή/αυτό | επισημοποιεί | θα επισημοποιεί | επισημοποίησε | επισημοποιούσε |
| εμείς | επισημοποιούμε | θα επισημοποιούμε | επισημοποιήσαμε | επισημοποιούσαμε |
| εσείς | επισημοποιείτε | θα επισημοποιείτε | επισημοποιήσατε | επισημοποιούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | επισημοποιούν επισημοποιούνε | θα επισημοποιούν | επισημοποίησαν επισημοποιήσαν επισημοποιήσανε | επισημοποιούσαν επισημοποιούσανε |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | επισημοποιημένος | επισημοποιημένη | επισημοποιημένο |
| Genitive | επισημοποιημένου | επισημοποιημένης | επισημοποιημένου |
| Accusative | επισημοποιημένο | επισημοποιημένη | επισημοποιημένο |
| Vocative | επισημοποιημένε | επισημοποιημένη | επισημοποιημένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | επισημοποιημένοι | επισημοποιημένες | επισημοποιημένα |
| Genitive | επισημοποιημένων | επισημοποιημένων | επισημοποιημένων |
| Accusative | επισημοποιημένους | επισημοποιημένες | επισημοποιημένα |
| Vocative | επισημοποιημένοι | επισημοποιημένες | επισημοποιημένα |
Active Voice
Other Forms
επισημοποίει
• Singular • Active
επισημοποίησε
• Singular • Active
επισημοποιήστε
• Singular • Active
επισημοποιείτε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "επισημοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.