καθαιρώ (katheró)
English: depose
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About καθαιρώ
As a verb, καθαιρώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Passive voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | καθαιρούμαι καθαιρώ | θα καθαιρούμαι | καθαιρέθηκα | καθαιρούμουν |
εσύ | καθαιρείσαι | θα καθαιρείσαι | καθαιρέθηκες | καθαιρούσουν |
αυτός/αυτή/αυτό | καθαιρείται | θα καθαιρείται | καθαιρέθηκε | καθαιρούνταν |
εμείς | καθαιρούμαστε | θα καθαιρούμαστε | καθαιρεθήκαμε | καθαιρούμασταν καθαιρούμαστε |
εσείς | καθαιρείστε | θα καθαιρείστε | καθαιρεθήκατε | καθαιρούσασταν καθαιρούσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | καθαιρούνται | θα καθαιρούνται | καθαιρέθηκαν καθαιρεθήκαν καθαιρεθήκανε | καθαιρούνταν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | καθαιρεμένος | καθαιρεμένη | καθαιρεμένο |
Genitive | καθαιρεμένου | καθαιρεμένης | καθαιρεμένου |
Accusative | καθαιρεμένο | καθαιρεμένη | καθαιρεμένο |
Vocative | καθαιρεμένε | καθαιρεμένη | καθαιρεμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | καθαιρεμένοι | καθαιρεμένες | καθαιρεμένα |
Genitive | καθαιρεμένων | καθαιρεμένων | καθαιρεμένων |
Accusative | καθαιρεμένους | καθαιρεμένες | καθαιρεμένα |
Vocative | καθαιρεμένοι | καθαιρεμένες | καθαιρεμένα |
Other Forms
καθαιρέσου
• Singular • Passive
καθαιρείστε
• Singular • Passive
καθαιρεθείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "καθαιρώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.