κακοκαρδίζω (kakokardízo)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About κακοκαρδίζω
As a verb, κακοκαρδίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | κακοκαρδίζω | θα κακοκαρδίζώ | κακοκάρδισα | κακοκάρδιζα |
εσύ | κακοκαρδίζεις | θα κακοκαρδίζεις | κακοκάρδισες | κακοκάρδιζες |
αυτός/αυτή/αυτό | κακοκαρδίζει | θα κακοκαρδίζει | κακοκάρδισε | κακοκάρδιζε |
εμείς | κακοκαρδίζουμε | θα κακοκαρδίζουμε | κακοκαρδίσαμε | κακοκαρδίζαμε |
εσείς | κακοκαρδίζετε | θα κακοκαρδίζετε | κακοκαρδίσατε | κακοκαρδίζατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | κακοκαρδίζουν κακοκαρδίζουνε | θα κακοκαρδίζουν | κακοκάρδισαν κακοκαρδίσαν κακοκαρδίσανε | κακοκάρδιζαν κακοκαρδίζαν κακοκαρδίζανε |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | κακοκαρδισμένος | κακοκαρδισμένη | κακοκαρδισμένο |
Genitive | κακοκαρδισμένου | κακοκαρδισμένης | κακοκαρδισμένου |
Accusative | κακοκαρδισμένο | κακοκαρδισμένη | κακοκαρδισμένο |
Vocative | κακοκαρδισμένε | κακοκαρδισμένη | κακοκαρδισμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | κακοκαρδισμένοι | κακοκαρδισμένες | κακοκαρδισμένα |
Genitive | κακοκαρδισμένων | κακοκαρδισμένων | κακοκαρδισμένων |
Accusative | κακοκαρδισμένους | κακοκαρδισμένες | κακοκαρδισμένα |
Vocative | κακοκαρδισμένοι | κακοκαρδισμένες | κακοκαρδισμένα |
Other Forms
κακοκάρδιζε
• Singular • Active
κακοκάρδισε
• Singular • Active
κακοκαρδίζετε
• Singular • Active
κακοκαρδίστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κακοκαρδίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.