καρατομώ (karatomó)
English: behead
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About καρατομώ
As a verb, καρατομώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: κα‧ρα‧το‧μώ
Definitions & Examples
- verb:to behead, decapitate, decollateExamples:
- Synonym: αποκεφαλίζω (apokefalízo)
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | καρατομούμαι καρατομώ | θα καρατομούμαι | καρατομήθηκα καρατόμησα | καρατομούμουν καρατομούσα |
| εσύ | καρατομείς καρατομείσαι | θα καρατομείς | καρατομήθηκες καρατόμησες | καρατομούσες καρατομούσουν |
| αυτός/αυτή/αυτό | καρατομεί καρατομείται | θα καρατομεί | καρατομήθηκε καρατόμησε | καρατομούνταν καρατομούσε |
| εμείς | καρατομούμαστε καρατομούμε | θα καρατομούμαστε | καρατομήσαμε καρατομηθήκαμε | καρατομούμασταν καρατομούμαστε καρατομούσαμε |
| εσείς | καρατομείστε καρατομείτε | θα καρατομείστε | καρατομήσατε καρατομηθήκατε | καρατομούσασταν καρατομούσαστε καρατομούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | καρατομούν καρατομούνε καρατομούνται | θα καρατομούν | καρατομήθηκαν καρατομήσαν καρατομήσανε καρατομηθήκαν καρατομηθήκανε καρατόμησαν | καρατομούνταν καρατομούσαν καρατομούσανε |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | καρατομημένος | καρατομημένη | καρατομημένο |
| Genitive | καρατομημένου | καρατομημένης | καρατομημένου |
| Accusative | καρατομημένο | καρατομημένη | καρατομημένο |
| Vocative | καρατομημένε | καρατομημένη | καρατομημένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | καρατομημένοι | καρατομημένες | καρατομημένα |
| Genitive | καρατομημένων | καρατομημένων | καρατομημένων |
| Accusative | καρατομημένους | καρατομημένες | καρατομημένα |
| Vocative | καρατομημένοι | καρατομημένες | καρατομημένα |
Active Voice
Other Forms
καρατομήσου
• Singular • Passive
καρατομήστε
• Singular • Active
καρατομείστε
• Singular • Passive
καρατομείτε
• Singular • Active
καρατομηθείτε
• Singular • Passive
καρατόμει
• Singular • Active
καρατόμησε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "καρατομώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.