κατοχυρώνω (katokhiróno)

English: consolidate

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About κατοχυρώνω

As a verb, κατοχυρώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
κατοχυρώνομαι
κατοχυρώνω
θα κατοχυρώνομαι
κατοχυρώθηκα
κατοχύρωσα
κατοχυρωνόμουν
κατοχυρωνόμουνα
κατοχύρωνα
εσύ
κατοχυρώνεις
κατοχυρώνεσαι
θα κατοχυρώνεις
κατοχυρώθηκες
κατοχύρωσες
κατοχυρωνόσουν
κατοχυρωνόσουνα
κατοχύρωνες
αυτός/αυτή/αυτό
κατοχυρώνει
κατοχυρώνεται
θα κατοχυρώνει
κατοχυρώθηκε
κατοχύρωσε
κατοχυρωνόταν
κατοχυρωνότανε
κατοχύρωνε
εμείς
κατοχυρωνόμαστε
κατοχυρώνουμε
θα κατοχυρωνόμαστε
κατοχυρωθήκαμε
κατοχυρώσαμε
κατοχυρωνόμασταν
κατοχυρωνόμαστε
κατοχυρώναμε
εσείς
κατοχυρώνεστε
κατοχυρώνετε
θα κατοχυρώνεστε
κατοχυρωθήκατε
κατοχυρώσατε
κατοχυρωνόσασταν
κατοχυρωνόσαστε
κατοχυρώνατε
αυτοί/αυτές/αυτά
κατοχυρώνονται
κατοχυρώνουν
κατοχυρώνουνε
θα κατοχυρώνονται
κατοχυρωθήκαν
κατοχυρωθήκανε
κατοχυρώθηκαν
κατοχυρώσαν
κατοχυρώσανε
κατοχύρωσαν
κατοχυρωνόντουσαν
κατοχυρώναν
κατοχυρώνανε
κατοχυρώνονταν
κατοχύρωναν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeκατοχυρωμένοςκατοχυρωμένηκατοχυρωμένο
Genitiveκατοχυρωμένουκατοχυρωμένηςκατοχυρωμένου
Accusativeκατοχυρωμένοκατοχυρωμένηκατοχυρωμένο
Vocativeκατοχυρωμένεκατοχυρωμένηκατοχυρωμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeκατοχυρωμένοικατοχυρωμένεςκατοχυρωμένα
Genitiveκατοχυρωμένωνκατοχυρωμένωνκατοχυρωμένων
Accusativeκατοχυρωμένουςκατοχυρωμένεςκατοχυρωμένα
Vocativeκατοχυρωμένοικατοχυρωμένεςκατοχυρωμένα

Active Voice

Other Forms

κατοχυρωθείτε
• Singular • Passive
κατοχυρώνεστε
• Singular • Passive
κατοχυρώνετε
• Singular • Active
κατοχυρώνου
• Singular • Passive
κατοχυρώσου
• Singular • Passive
κατοχυρώστε
• Singular • Active
κατοχύρωνε
• Singular • Active
κατοχύρωσε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "κατοχυρώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words