ξαφνιάζω (xaphniázo)
English: surprise
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About ξαφνιάζω
As a verb, ξαφνιάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: ξαφ‧νιά‧ζω
Definitions & Examples
- verb:to startle
- verb:to surprise, to take by surprise, to take abackExamples:
- Synonym: εκπλήσσω (ekplísso)
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | ξαφνιάζομαι ξαφνιάζομαι ξαφνιάζω | θα ξαφνιάζομαι | ξάφνιασα ξαφνιάστηκα | ξάφνιαζα ξαφνιαζόμουν ξαφνιαζόμουνα |
| εσύ | ξαφνιάζεις ξαφνιάζεσαι | θα ξαφνιάζεις | ξάφνιασες ξαφνιάστηκες | ξάφνιαζες ξαφνιαζόσουν ξαφνιαζόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | ξαφνιάζει ξαφνιάζεται | θα ξαφνιάζει | ξάφνιασε ξαφνιάστηκε | ξάφνιαζε ξαφνιαζόταν ξαφνιαζότανε |
| εμείς | ξαφνιάζουμε ξαφνιαζόμαστε | θα ξαφνιάζουμε | ξαφνιάσαμε ξαφνιαστήκαμε | ξαφνιάζαμε ξαφνιαζόμασταν ξαφνιαζόμαστε |
| εσείς | ξαφνιάζεστε ξαφνιάζετε | θα ξαφνιάζεστε | ξαφνιάσατε ξαφνιαστήκατε | ξαφνιάζατε ξαφνιαζόσασταν ξαφνιαζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | ξαφνιάζονται ξαφνιάζουν ξαφνιάζουνε | θα ξαφνιάζονται | ξάφνιασαν ξαφνιάσαν ξαφνιάσανε ξαφνιάστηκαν ξαφνιαστήκαν ξαφνιαστήκανε | ξάφνιαζαν ξαφνιάζαν ξαφνιάζανε ξαφνιάζονταν ξαφνιαζόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ξαφνιασμένος | ξαφνιασμένη | ξαφνιασμένο |
| Genitive | ξαφνιασμένου | ξαφνιασμένης | ξαφνιασμένου |
| Accusative | ξαφνιασμένο | ξαφνιασμένη | ξαφνιασμένο |
| Vocative | ξαφνιασμένε | ξαφνιασμένη | ξαφνιασμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ξαφνιασμένοι | ξαφνιασμένες | ξαφνιασμένα |
| Genitive | ξαφνιασμένων | ξαφνιασμένων | ξαφνιασμένων |
| Accusative | ξαφνιασμένους | ξαφνιασμένες | ξαφνιασμένα |
| Vocative | ξαφνιασμένοι | ξαφνιασμένες | ξαφνιασμένα |
Other Forms
ξάφνιαζε
• Singular • Active
ξάφνιασε
• Singular • Active
ξαφνιάζεστε
• Singular • Passive
ξαφνιάζετε
• Singular • Active
ξαφνιάζου
• Singular • Passive
ξαφνιάσου
• Singular • Passive
ξαφνιάστε
• Singular • Active
ξαφνιαστείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ξαφνιάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.
Related Words
Related Words
Derived Terms
- ξάφνιασμα (xáfniasma)"Grek"