πλιατσικολογώ (pliatsikologó)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About πλιατσικολογώ
As a verb, πλιατσικολογώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to plunder, loot, pillageExamples:
- Synonyms: λεηλατώ (leïlató), αρπάζω (arpázo), λαφυραγωγώ (lafyragogó)
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | πλιατσικολογώ | θα πλιατσικολογώ | πλιατσικολόγησα | πλιατσικολογούσα |
εσύ | πλιατσικολογείς | θα πλιατσικολογείς | πλιατσικολόγησες | πλιατσικολογούσες |
αυτός/αυτή/αυτό | πλιατσικολογεί | θα πλιατσικολογεί | πλιατσικολόγησε | πλιατσικολογούσε |
εμείς | πλιατσικολογούμε | θα πλιατσικολογούμε | πλιατσικολογήσαμε | πλιατσικολογούσαμε |
εσείς | πλιατσικολογείτε | θα πλιατσικολογείτε | πλιατσικολογήσατε | πλιατσικολογούσατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | πλιατσικολογούν πλιατσικολογούνε | θα πλιατσικολογούν | πλιατσικολογήσαν πλιατσικολογήσανε πλιατσικολόγησαν | πλιατσικολογούσαν πλιατσικολογούσανε |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | πλιατσικολογημένος | πλιατσικολογημένη | πλιατσικολογημένο |
Genitive | πλιατσικολογημένου | πλιατσικολογημένης | πλιατσικολογημένου |
Accusative | πλιατσικολογημένο | πλιατσικολογημένη | πλιατσικολογημένο |
Vocative | πλιατσικολογημένε | πλιατσικολογημένη | πλιατσικολογημένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | πλιατσικολογημένοι | πλιατσικολογημένες | πλιατσικολογημένα |
Genitive | πλιατσικολογημένων | πλιατσικολογημένων | πλιατσικολογημένων |
Accusative | πλιατσικολογημένους | πλιατσικολογημένες | πλιατσικολογημένα |
Vocative | πλιατσικολογημένοι | πλιατσικολογημένες | πλιατσικολογημένα |
Active Voice
Other Forms
πλιατσικολογήστε
• Singular • Active
πλιατσικολογείτε
• Singular • Active
πλιατσικολόγει
• Singular • Active
πλιατσικολόγησε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "πλιατσικολογώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.
Related Words
Synonyms
Derived Terms
- πλιατσικολόγημα (pliatsikológima)"Grek"
- πλιατσικολόγος (pliatsikológos)"Grek"