στηρίζω (stirízo)

English: support

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About στηρίζω

As a verb, στηρίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: στη‧ρί‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    to uphold
  • verb:
    to support
  • verb:
    to base, rest, build on

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
στηρίζομαι
στηρίζω
θα στηρίζομαι
στήριξα
στηρίχτηκα
στήριζα
στηριζόμουν
στηριζόμουνα
εσύ
στηρίζεις
στηρίζεσαι
θα στηρίζεις
στήριξες
στηρίχτηκες
στήριζες
στηριζόσουν
στηριζόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
στηρίζει
στηρίζεται
θα στηρίζει
στήριξε
στηρίχτηκε
στήριζε
στηριζόταν
στηριζότανε
εμείς
στηρίζουμε
στηριζόμαστε
θα στηρίζουμε
στηρίξαμε
στηριχτήκαμε
στηρίζαμε
στηριζόμασταν
στηριζόμαστε
εσείς
στηρίζεστε
στηρίζετε
θα στηρίζεστε
στηρίξατε
στηριχτήκατε
στηρίζατε
στηριζόσασταν
στηριζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
στηρίζονται
στηρίζουν
στηρίζουνε
θα στηρίζονται
στήριξαν
στηρίξαν
στηρίξανε
στηρίχτηκαν
στηριχτήκαν
στηριχτήκανε
στήριζαν
στηρίζαν
στηρίζανε
στηρίζονταν
στηριζόντουσαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeστηριγμένοςστηριγμένηστηριγμένο
Genitiveστηριγμένουστηριγμένηςστηριγμένου
Accusativeστηριγμένοστηριγμένηστηριγμένο
Vocativeστηριγμένεστηριγμένηστηριγμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeστηριγμένοιστηριγμένεςστηριγμένα
Genitiveστηριγμένωνστηριγμένωνστηριγμένων
Accusativeστηριγμένουςστηριγμένεςστηριγμένα
Vocativeστηριγμένοιστηριγμένεςστηριγμένα

Other Forms

στήριζε
• Singular • Active
στήριξε
• Singular • Active
στηρίζεστε
• Singular • Passive
στηρίζετε
• Singular • Active
στηρίζου
• Singular • Passive
στηρίξου
• Singular • Passive
στηρίξτε
• Singular • Active
στηριχτείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "στηρίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.