στραβομουτσουνιάζω (stravomoutsouniázo)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About στραβομουτσουνιάζω
As a verb, στραβομουτσουνιάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to grimace in displeasure
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | στραβομουτσουνιάζω | θα στραβομουτσουνιάζώ | στραβομουτσούνιασα | στραβομουτσούνιαζα |
εσύ | στραβομουτσουνιάζεις | θα στραβομουτσουνιάζεις | στραβομουτσούνιασες | στραβομουτσούνιαζες |
αυτός/αυτή/αυτό | στραβομουτσουνιάζει | θα στραβομουτσουνιάζει | στραβομουτσούνιασε | στραβομουτσούνιαζε |
εμείς | στραβομουτσουνιάζουμε | θα στραβομουτσουνιάζουμε | στραβομουτσουνιάσαμε | στραβομουτσουνιάζαμε |
εσείς | στραβομουτσουνιάζετε | θα στραβομουτσουνιάζετε | στραβομουτσουνιάσατε | στραβομουτσουνιάζατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | στραβομουτσουνιάζουν στραβομουτσουνιάζουνε | θα στραβομουτσουνιάζουν | στραβομουτσουνιάσαν στραβομουτσουνιάσανε στραβομουτσούνιασαν | στραβομουτσουνιάζαν στραβομουτσουνιάζανε στραβομουτσούνιαζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | στραβομουτσουνιασμένος | στραβομουτσουνιασμένη | στραβομουτσουνιασμένο |
Genitive | στραβομουτσουνιασμένου | στραβομουτσουνιασμένης | στραβομουτσουνιασμένου |
Accusative | στραβομουτσουνιασμένο | στραβομουτσουνιασμένη | στραβομουτσουνιασμένο |
Vocative | στραβομουτσουνιασμένε | στραβομουτσουνιασμένη | στραβομουτσουνιασμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | στραβομουτσουνιασμένοι | στραβομουτσουνιασμένες | στραβομουτσουνιασμένα |
Genitive | στραβομουτσουνιασμένων | στραβομουτσουνιασμένων | στραβομουτσουνιασμένων |
Accusative | στραβομουτσουνιασμένους | στραβομουτσουνιασμένες | στραβομουτσουνιασμένα |
Vocative | στραβομουτσουνιασμένοι | στραβομουτσουνιασμένες | στραβομουτσουνιασμένα |
Other Forms
στραβομουτσουνιάζετε
• Singular • Active
στραβομουτσουνιάστε
• Singular • Active
στραβομουτσούνιαζε
• Singular • Active
στραβομουτσούνιασε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "στραβομουτσουνιάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.