τακτοποιώ (taktopió)
English: tidy
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About τακτοποιώ
As a verb, τακτοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: taktopiˈo
Hyphenation: τα‧κτο‧ποι‧ώ
Definitions & Examples
- verb:(transitive, intransitive) to organise, arrange, settle, sort out, fix (to put into an orderly sequence or arrangement or to plan)Examples:
- τακτοποιώ τη ζωή μου (taktopoió ti zoḯ mou) — to sort out one's life
- Θέλω να τον συναντήσω - μπορείς να το τακτοποιήσεις; (Thélo na ton synantíso - boreís na to taktopoiíseis;) — I want to meet him - can you sort it out/arrange it?
- verb:(transitive, intransitive, figurative) to sort out, fix (to punish someone)Examples:
- Μη φοβάσαι, θα τον τακτοποιήσω εγώ. (Mi fovásai, tha ton taktopoiíso egó.) — Don't worry, I'll sort him out.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | τακτοποιούμαι τακτοποιούμαι τακτοποιώ | θα τακτοποιούμαι | τακτοποίησα τακτοποιήθηκα | τακτοποιούμουν τακτοποιούσα |
εσύ | τακτοποιείς τακτοποιείσαι | θα τακτοποιείς | τακτοποίησες τακτοποιήθηκες | τακτοποιούσες τακτοποιούσουν |
αυτός/αυτή/αυτό | τακτοποιεί τακτοποιείται | θα τακτοποιεί | τακτοποίησε τακτοποιήθηκε | τακτοποιούνταν τακτοποιούσε |
εμείς | τακτοποιούμαστε τακτοποιούμε | θα τακτοποιούμαστε | τακτοποιήσαμε τακτοποιηθήκαμε | τακτοποιούμασταν τακτοποιούμαστε τακτοποιούσαμε |
εσείς | τακτοποιείστε τακτοποιείτε | θα τακτοποιείστε | τακτοποιήσατε τακτοποιηθήκατε | τακτοποιούσασταν τακτοποιούσαστε τακτοποιούσατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | τακτοποιούν τακτοποιούνε τακτοποιούνται | θα τακτοποιούν | τακτοποίησαν τακτοποιήθηκαν τακτοποιήσαν τακτοποιήσανε τακτοποιηθήκαν τακτοποιηθήκανε | τακτοποιούνταν τακτοποιούσαν τακτοποιούσανε |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | τακτοποιημένος | — | — |
Active Voice
Other Forms
τακτοποίει
• Singular • Active
τακτοποίησε
• Singular • Active
τακτοποιήσου
• Singular • Passive
τακτοποιήστε
• Singular • Active
τακτοποιείστε
• Singular • Passive
τακτοποιείτε
• Singular • Active
τακτοποιηθείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "τακτοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.
Derived Terms
- ατακτοποίητος (ataktopoíitos)"Grek"
- τακτοποίηση (taktopoíisi)"Grek"