τσεκουρώνω (tsekouróno)

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About τσεκουρώνω

As a verb, τσεκουρώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
τσεκουρώνομαι
τσεκουρώνω
θα τσεκουρώνομαι
τσεκουρώθηκα
τσεκούρωσα
τσεκουρωνόμουν
τσεκουρωνόμουνα
τσεκούρωνα
εσύ
τσεκουρώνεις
τσεκουρώνεσαι
θα τσεκουρώνεις
τσεκουρώθηκες
τσεκούρωσες
τσεκουρωνόσουν
τσεκουρωνόσουνα
τσεκούρωνες
αυτός/αυτή/αυτό
τσεκουρώνει
τσεκουρώνεται
θα τσεκουρώνει
τσεκουρώθηκε
τσεκούρωσε
τσεκουρωνόταν
τσεκουρωνότανε
τσεκούρωνε
εμείς
τσεκουρωνόμαστε
τσεκουρώνουμε
θα τσεκουρωνόμαστε
τσεκουρωθήκαμε
τσεκουρώσαμε
τσεκουρωνόμασταν
τσεκουρωνόμαστε
τσεκουρώναμε
εσείς
τσεκουρώνεστε
τσεκουρώνετε
θα τσεκουρώνεστε
τσεκουρωθήκατε
τσεκουρώσατε
τσεκουρωνόσασταν
τσεκουρωνόσαστε
τσεκουρώνατε
αυτοί/αυτές/αυτά
τσεκουρώνονται
τσεκουρώνουν
τσεκουρώνουνε
θα τσεκουρώνονται
τσεκουρωθήκαν
τσεκουρωθήκανε
τσεκουρώθηκαν
τσεκουρώσαν
τσεκουρώσανε
τσεκούρωσαν
τσεκουρωνόντουσαν
τσεκουρώναν
τσεκουρώνανε
τσεκουρώνονταν
τσεκούρωναν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeτσεκουρωμένοςτσεκουρωμένητσεκουρωμένο
Genitiveτσεκουρωμένουτσεκουρωμένηςτσεκουρωμένου
Accusativeτσεκουρωμένοτσεκουρωμένητσεκουρωμένο
Vocativeτσεκουρωμένετσεκουρωμένητσεκουρωμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeτσεκουρωμένοιτσεκουρωμένεςτσεκουρωμένα
Genitiveτσεκουρωμένωντσεκουρωμένωντσεκουρωμένων
Accusativeτσεκουρωμένουςτσεκουρωμένεςτσεκουρωμένα
Vocativeτσεκουρωμένοιτσεκουρωμένεςτσεκουρωμένα

Active Voice

Other Forms

τσεκουρωθείτε
• Singular • Passive
τσεκουρώνεστε
• Singular • Passive
τσεκουρώνετε
• Singular • Active
τσεκουρώνου
• Singular • Passive
τσεκουρώσου
• Singular • Passive
τσεκουρώστε
• Singular • Active
τσεκούρωνε
• Singular • Active
τσεκούρωσε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "τσεκουρώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.