Words starting with Η
See all Greek Vocabulary- ηρεμώ: to calm
- ηχώ: to sound
- ηρεμώ: to tranquillize
- ηθικολογώ: to moralize
- ηλεκτρίζω: to electrify
- ημέρα: day
- ηλικία: age
- ημερομηνία: date
- ηθοποιός: actor
- ηλικιωμένος: aged
- ηλιοβασίλεμα: sunset
- ηθικός: moral
- ηττημένος: beaten
- ηπειρωτική: mainland