αγνοώ (agnoó)
English: be ignorant of
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αγνοώ
As a verb, αγνοώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: α‧γνο‧ώ
Definitions & Examples
- verb:to not know, be ignorant of
- verb:to ignore (someone deliberately)
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αγνοούμαι αγνοώ αγνοούμαι αγνοώ | θα αγνοούμαι | αγνοήθηκα αγνόησα αγνοήθηκα αγνόησα | αγνοούμουν αγνοούσα αγνοούμουν αγνοούσα |
εσύ | αγνοείς αγνοείσαι αγνοείς αγνοείσαι | θα αγνοείς | αγνοήθηκες αγνόησες αγνοήθηκες αγνόησες | αγνοούσες αγνοούσουν αγνοούσες αγνοούσουν |
αυτός/αυτή/αυτό | αγνοεί αγνοείται αγνοεί αγνοείται | θα αγνοεί | αγνοήθηκε αγνόησε αγνοήθηκε αγνόησε | αγνοούνταν αγνοούσε αγνοούνταν αγνοούσε |
εμείς | αγνοούμαστε αγνοούμε αγνοούμαστε αγνοούμε | θα αγνοούμαστε | αγνοήσαμε αγνοηθήκαμε αγνοήσαμε αγνοηθήκαμε | αγνοούμασταν αγνοούμαστε αγνοούσαμε αγνοούμασταν αγνοούμαστε αγνοούσαμε |
εσείς | αγνοείστε αγνοείτε αγνοείστε αγνοείτε | θα αγνοείστε | αγνοήσατε αγνοηθήκατε αγνοήσατε αγνοηθήκατε | αγνοούσασταν αγνοούσαστε αγνοούσατε αγνοούσασταν αγνοούσαστε αγνοούσατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αγνοούν αγνοούνε αγνοούνται αγνοούν αγνοούνε αγνοούνται | θα αγνοούν | αγνοήθηκαν αγνοήσαν αγνοήσανε αγνοηθήκαν αγνοηθήκανε αγνόησαν αγνοήθηκαν αγνοήσαν αγνοήσανε αγνοηθήκαν αγνοηθήκανε αγνόησαν | αγνοούνταν αγνοούσαν αγνοούσανε αγνοούνταν αγνοούσαν αγνοούσανε |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αγνοημένος | αγνοημένη | αγνοημένο |
Genitive | αγνοημένου | αγνοημένης | αγνοημένου |
Accusative | αγνοημένο | αγνοημένη | αγνοημένο |
Vocative | αγνοημένε | αγνοημένη | αγνοημένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αγνοημένοι | αγνοημένες | αγνοημένα |
Genitive | αγνοημένων | αγνοημένων | αγνοημένων |
Accusative | αγνοημένους | αγνοημένες | αγνοημένα |
Vocative | αγνοημένοι | αγνοημένες | αγνοημένα |
Active Voice
Other Forms
αγνοήσου
• Singular • Passive
αγνοήστε
• Singular • Active
αγνοείστε
• Singular • Passive
αγνοείτε
• Singular • Active
αγνοηθείτε
• Singular • Passive
αγνόει
• Singular • Active
αγνόησε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αγνοώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.