αγοράζω (agorázo)
English: buy
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αγοράζω
As a verb, αγοράζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: α‧γο‧ρά‧ζω
Definitions & Examples
- verb:to buy, to purchase
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | αγοράζομαι αγοράζω αγοράζομαι αγοράζω | θα αγοράζομαι | αγοράστηκα αγόρασα αγοράστηκα αγόρασα | αγοραζόμουν αγοραζόμουνα αγόραζα αγοραζόμουν αγοραζόμουνα αγόραζα |
| εσύ | αγοράζεις αγοράζεσαι αγοράζεις αγοράζεσαι | θα αγοράζεις | αγοράστηκες αγόρασες αγοράστηκες αγόρασες | αγοραζόσουν αγοραζόσουνα αγόραζες αγοραζόσουν αγοραζόσουνα αγόραζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | αγοράζει αγοράζεται αγοράζει αγοράζεται | θα αγοράζει | αγοράστηκε αγόρασε αγοράστηκε αγόρασε | αγοραζόταν αγοραζότανε αγόραζε αγοραζόταν αγοραζότανε αγόραζε |
| εμείς | αγοράζουμε αγοραζόμαστε αγοράζουμε αγοραζόμαστε | θα αγοράζουμε | αγοράσαμε αγοραστήκαμε αγοράσαμε αγοραστήκαμε | αγοράζαμε αγοραζόμασταν αγοραζόμαστε αγοράζαμε αγοραζόμασταν αγοραζόμαστε |
| εσείς | αγοράζεστε αγοράζετε αγοράζεστε αγοράζετε | θα αγοράζεστε | αγοράσατε αγοραστήκατε αγοράσατε αγοραστήκατε | αγοράζατε αγοραζόσασταν αγοραζόσαστε αγοράζατε αγοραζόσασταν αγοραζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | αγοράζονται αγοράζουν αγοράζουνε αγοράζονται αγοράζουν αγοράζουνε | θα αγοράζονται | αγοράσαν αγοράσανε αγοράστηκαν αγοραστήκαν αγοραστήκανε αγόρασαν αγοράσαν αγοράσανε αγοράστηκαν αγοραστήκαν αγοραστήκανε αγόρασαν | αγοράζαν αγοράζανε αγοράζονταν αγοραζόντουσαν αγόραζαν αγοράζαν αγοράζανε αγοράζονταν αγοραζόντουσαν αγόραζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | αγοραζόμενος | αγορασμένη | αγορασμένο |
| Genitive | αγορασμένου | αγορασμένης | αγορασμένου |
| Accusative | αγορασμένο | αγορασμένη | αγορασμένο |
| Vocative | αγορασμένε | αγορασμένη | αγορασμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | αγορασμένοι | αγορασμένες | αγορασμένα |
| Genitive | αγορασμένων | αγορασμένων | αγορασμένων |
| Accusative | αγορασμένους | αγορασμένες | αγορασμένα |
| Vocative | αγορασμένοι | αγορασμένες | αγορασμένα |
Other Forms
αγοράζεστε
• Singular • Passive
αγοράζετε
• Singular • Active
αγοράζου
• Singular • Passive
αγοράσου
• Singular • Passive
αγοράστε
• Singular • Active
αγοραστείτε
• Singular • Passive
αγόραζε
• Singular • Active
αγόρασε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αγοράζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.