αγριοκοιτάζω (agriokitázo)

English: glare

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About αγριοκοιτάζω

As a verb, αγριοκοιτάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: α‧γρι‧ο‧κοι‧τά‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    to glower, look angrily at

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
αγριοκοιτάζω
αγριοκοιτάζω
θα αγριοκοιτάζώ
αγριοκοίταξα
αγριοκοίταξα
αγριοκοίταζα
αγριοκοίταζα
εσύ
αγριοκοιτάζεις
αγριοκοιτάζεις
θα αγριοκοιτάζεις
αγριοκοίταξες
αγριοκοίταξες
αγριοκοίταζες
αγριοκοίταζες
αυτός/αυτή/αυτό
αγριοκοιτάζει
αγριοκοιτάζει
θα αγριοκοιτάζει
αγριοκοίταξε
αγριοκοίταξε
αγριοκοίταζε
αγριοκοίταζε
εμείς
αγριοκοιτάζουμε
αγριοκοιτάζουμε
θα αγριοκοιτάζουμε
αγριοκοιτάξαμε
αγριοκοιτάξαμε
αγριοκοιτάζαμε
αγριοκοιτάζαμε
εσείς
αγριοκοιτάζετε
αγριοκοιτάζετε
θα αγριοκοιτάζετε
αγριοκοιτάξατε
αγριοκοιτάξατε
αγριοκοιτάζατε
αγριοκοιτάζατε
αυτοί/αυτές/αυτά
αγριοκοιτάζουν
αγριοκοιτάζουνε
αγριοκοιτάζουν
αγριοκοιτάζουνε
θα αγριοκοιτάζουν
αγριοκοίταξαν
αγριοκοιτάξαν
αγριοκοιτάξανε
αγριοκοίταξαν
αγριοκοιτάξαν
αγριοκοιτάξανε
αγριοκοίταζαν
αγριοκοιτάζαν
αγριοκοιτάζανε
αγριοκοίταζαν
αγριοκοιτάζαν
αγριοκοιτάζανε

Active Voice

Other Forms

αγριοκοίταζε
• Singular • Active
αγριοκοίταξε
• Singular • Active
αγριοκοιτάζετε
• Singular • Active
αγριοκοιτάξτε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αγριοκοιτάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.