ακολουθώ (akolouthó)
English: follow
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About ακολουθώ
As a verb, ακολουθώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | ακολουθάω ακολουθώ ακολουθάω ακολουθώ | θα ακολουθάώ | ακολούθησα ακολούθησα | ακολουθούσα ακολούθαγα ακολουθούσα ακολούθαγα |
| εσύ | ακολουθάς ακολουθείς ακολουθάς ακολουθείς | θα ακολουθάς | ακολούθησες ακολούθησες | ακολουθούσες ακολούθαγες ακολουθούσες ακολούθαγες |
| αυτός/αυτή/αυτό | ακολουθά ακολουθάει ακολουθεί ακολουθά ακολουθάει ακολουθεί | θα ακολουθά | ακολούθησε ακολούθησε | ακολουθούσε ακολούθαγε ακολουθούσε ακολούθαγε |
| εμείς | ακολουθάμε ακολουθούμε ακολουθάμε ακολουθούμε | θα ακολουθάμε | ακολουθήσαμε ακολουθήσαμε | ακολουθάγαμε ακολουθούσαμε ακολουθάγαμε ακολουθούσαμε |
| εσείς | ακολουθάτε ακολουθείτε ακολουθάτε ακολουθείτε | θα ακολουθάτε | ακολουθήσατε ακολουθήσατε | ακολουθάγατε ακολουθούσαν ακολουθάγατε ακολουθούσαν |
| αυτοί/αυτές/αυτά | ακολουθάν ακολουθάνε ακολουθούν ακολουθούνε ακολουθάν ακολουθάνε ακολουθούν ακολουθούνε | θα ακολουθάν | ακολουθήσαν ακολουθήσανε ακολούθησαν ακολουθήσαν ακολουθήσανε ακολούθησαν | ακολουθάγανε ακολουθούσαν ακολουθούσανε ακολούθαγαν ακολουθάγανε ακολουθούσαν ακολουθούσανε ακολούθαγαν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ακολουθούμενος | ακολουθούμενη | ακολουθούμενο |
| Genitive | ακολουθούμενου | ακολουθούμενης | ακολουθούμενου |
| Accusative | ακολουθούμενο | ακολουθούμενη | ακολουθούμενο |
| Vocative | ακολουθούμενε | ακολουθούμενη | ακολουθούμενο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ακολουθούμενοι | ακολουθούμενες | ακολουθούμενα |
| Genitive | ακολουθούμενων | ακολουθούμενων | ακολουθούμενων |
| Accusative | ακολουθούμενους | ακολουθούμενες | ακολουθούμενα |
| Vocative | ακολουθούμενοι | ακολουθούμενες | ακολουθούμενα |
Active Voice
Other Forms
ακολουθάτε
• Singular • Active
ακολουθήστε
• Singular • Active
ακολουθείτε
• Singular • Active
ακολούθα
• Singular • Active
ακολούθαγε
• Singular • Active
ακολούθησε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ακολουθώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.