ακονίζω (akonízo)
English: sharpen
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About ακονίζω
As a verb, ακονίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Loading additional information...
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | ακονίζομαι ακονίζω ακονίζομαι ακονίζω | θα ακονίζομαι | ακονίστηκα ακονίστηκα ακόνισα | ακονιζόμουν ακονιζόμουνα ακονιζόμουν ακονιζόμουνα ακόνιζα |
| εσύ | ακονίζεις ακονίζεσαι ακονίζεις ακονίζεσαι | θα ακονίζεις | ακονίστηκες ακονίστηκες ακόνισες | ακονιζόσουν ακονιζόσουνα ακονιζόσουν ακονιζόσουνα ακόνιζες |
| αυτός/αυτή/αυτό | ακονίζει ακονίζεται ακονίζει ακονίζεται | θα ακονίζει | ακονίστηκε ακονίστηκε ακόνισε | ακονιζόταν ακονιζότανε ακονιζόταν ακονιζότανε ακόνιζε |
| εμείς | ακονίζουμε ακονιζόμαστε ακονίζουμε ακονιζόμαστε | θα ακονίζουμε | ακονίσαμε ακονιστήκαμε ακονίσαμε ακονιστήκαμε | ακονίζαμε ακονιζόμασταν ακονιζόμαστε ακονίζαμε ακονιζόμασταν ακονιζόμαστε |
| εσείς | ακονίζεστε ακονίζετε ακονίζεστε ακονίζετε | θα ακονίζεστε | ακονίσατε ακονιστήκατε ακονίσατε ακονιστήκατε | ακονίζατε ακονιζόσασταν ακονιζόσαστε ακονίζατε ακονιζόσασταν ακονιζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | ακονίζονται ακονίζουν ακονίζουνε ακονίζονται ακονίζουν ακονίζουνε | θα ακονίζονται | ακονίσαν ακονίσανε ακονίστηκαν ακονιστήκαν ακονιστήκανε ακονίσαν ακονίσανε ακονίστηκαν ακονιστήκαν ακονιστήκανε ακόνισαν | ακονίζαν ακονίζανε ακονίζονταν ακονιζόντουσαν ακονίζαν ακονίζανε ακονίζονταν ακονιζόντουσαν ακόνιζαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ακονισμένος | ακονισμένη | ακονισμένο |
| Genitive | ακονισμένου | ακονισμένης | ακονισμένου |
| Accusative | ακονισμένο | ακονισμένη | ακονισμένο |
| Vocative | ακονισμένε | ακονισμένη | ακονισμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | ακονισμένοι | ακονισμένες | ακονισμένα |
| Genitive | ακονισμένων | ακονισμένων | ακονισμένων |
| Accusative | ακονισμένους | ακονισμένες | ακονισμένα |
| Vocative | ακονισμένοι | ακονισμένες | ακονισμένα |
Other Forms
ακονίζεστε
• Singular • Passive
ακονίζετε
• Singular • Active
ακονίζου
• Singular • Passive
ακονίσου
• Singular • Passive
ακονίστε
• Singular • Active
ακονιστείτε
• Singular • Passive
ακόνιζε
• Singular • Active
ακόνισε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ακονίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.