απεικονίζω (apikonízo)
English: illustrate
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About απεικονίζω
As a verb, απεικονίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to depict, to portray, to illustrate, to create an imageExamples:
- Χρησιμοποιείς διαγράμματα για να απεικονίσεις πολύπλοκες ιδέες.Chrisimopoieís diagrámmata gia na apeikoníseis polýplokes idées.
 - Use diagrams to visualize complex ideas.
 
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | απεικονίζομαι απεικονίζω  | θα απεικονίζομαι | απεικονίστηκα απεικόνισα  | απεικονιζόμουν απεικονιζόμουνα απεικόνιζα  | 
| εσύ | απεικονίζεις απεικονίζεσαι  | θα απεικονίζεις | απεικονίστηκες απεικόνισες  | απεικονιζόσουν απεικονιζόσουνα απεικόνιζες  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | απεικονίζει απεικονίζεται  | θα απεικονίζει | απεικονίστηκε απεικόνισε  | απεικονιζόταν απεικονιζότανε απεικόνιζε  | 
| εμείς | απεικονίζουμε απεικονιζόμαστε  | θα απεικονίζουμε | απεικονίσαμε απεικονιστήκαμε  | απεικονίζαμε απεικονιζόμασταν απεικονιζόμαστε  | 
| εσείς | απεικονίζεστε απεικονίζετε  | θα απεικονίζεστε | απεικονίσατε απεικονιστήκατε  | απεικονίζατε απεικονιζόσασταν απεικονιζόσαστε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | απεικονίζονται απεικονίζουν απεικονίζουνε  | θα απεικονίζονται | απεικονίσαν απεικονίσανε απεικονίστηκαν απεικονιστήκαν απεικονιστήκανε απεικόνισαν  | απεικονίζαν απεικονίζανε απεικονίζονταν απεικονιζόντουσαν απεικόνιζαν  | 
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | απεικονιζόμενος | απεικονιζόμενη | απεικονιζόμενο | 
| Genitive | απεικονιζόμενου | απεικονιζόμενης | απεικονιζόμενου | 
| Accusative | απεικονιζόμενο | απεικονιζόμενη | απεικονιζόμενο | 
| Vocative | απεικονιζόμενε | απεικονιζόμενη | απεικονιζόμενο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | απεικονιζόμενοι | απεικονιζόμενες | απεικονιζόμενα | 
| Genitive | απεικονιζόμενων | απεικονιζόμενων | απεικονιζόμενων | 
| Accusative | απεικονιζόμενους | απεικονιζόμενες | απεικονιζόμενα | 
| Vocative | απεικονιζόμενοι | απεικονιζόμενες | απεικονιζόμενα | 
Other Forms
απεικονίζεστε
 • Singular • Passive
απεικονίζετε
 • Singular • Active
απεικονίζου
 • Singular • Passive
απεικονίσου
 • Singular • Passive
απεικονίστε
 • Singular • Active
απεικονιστείτε
 • Singular • Passive
απεικόνιζε
 • Singular • Active
απεικόνισε
 • Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "απεικονίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.