αποβάλλω (apovállo)
English: expel
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποβάλλω
As a verb, αποβάλλω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: α‧πο‧βάλ‧λω
Definitions & Examples
- verb:to expel, rejectExamples:
- Πάντοτε αποβάλλω τις φοβίες μου. (Pántote apovállo tis fovíes mou.) — I always get rid of my phobias.
- Πρόσεχε! Θα σε αποβάλω από το σχολείο. (Próseche! Tha se apoválo apó to scholeío.) — Careful! I will expel you from school.
- verb:to bring up, vomit
- verb:to miscarry (baby)Examples:
- Synonym: απορρίχνω (aporríchno)
- verb:to send off (footballer)
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αποβάλλομαι αποβάλλομαι αποβάλλω | θα αποβάλλομαι | απέβαλα αποβλήθηκα | απέβαλλα αποβαλλόμουν αποβαλλόμουνα |
εσύ | αποβάλλεις αποβάλλεσαι | θα αποβάλλεις | απέβαλες αποβλήθηκες | απέβαλλες αποβαλλόσουν αποβαλλόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | αποβάλλει αποβάλλεται | θα αποβάλλει | απέβαλε αποβλήθηκε | απέβαλλε αποβαλλόταν αποβαλλότανε |
εμείς | αποβάλλουμε αποβαλλόμαστε | θα αποβάλλουμε | αποβάλαμε αποβληθήκαμε | αποβάλλαμε αποβαλλόμασταν αποβαλλόμαστε |
εσείς | αποβάλλεστε αποβάλλετε | θα αποβάλλεστε | αποβάλατε αποβληθήκατε | αποβάλλατε αποβαλλόσασταν αποβαλλόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αποβάλλονται αποβάλλουν αποβάλλουνε | θα αποβάλλονται | απέβαλαν αποβάλαν αποβάλανε αποβλήθηκαν αποβληθήκαν αποβληθήκανε | απέβαλλαν αποβάλλαν αποβάλλανε αποβάλλονταν αποβαλλόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αποβεβλημένος | αποβεβλημένη | αποβεβλημένο |
Genitive | αποβεβλημένου | αποβεβλημένης | αποβεβλημένου |
Accusative | αποβεβλημένο | αποβεβλημένη | αποβεβλημένο |
Vocative | αποβεβλημένε | αποβεβλημένη | αποβεβλημένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αποβεβλημένοι | αποβεβλημένες | αποβεβλημένα |
Genitive | αποβεβλημένων | αποβεβλημένων | αποβεβλημένων |
Accusative | αποβεβλημένους | αποβεβλημένες | αποβεβλημένα |
Vocative | αποβεβλημένοι | αποβεβλημένες | αποβεβλημένα |
Other Forms
αποβάλετε
• Singular • Active
αποβάλλεστε
• Singular • Passive
αποβάλλετε
• Singular • Active
αποβληθείτε
• Singular • Passive
απόβαλε
• Singular • Active
απόβαλλε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποβάλλω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.