αποβλακώνω (apovlakóno)
English: stupefy
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποβλακώνω
As a verb, αποβλακώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to stupefy, stultify
- verb:to daze, stun
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αποβλακώνομαι αποβλακώνω | θα αποβλακώνομαι | αποβλάκωσα αποβλακώθηκα | αποβλάκωνα αποβλακωνόμουν αποβλακωνόμουνα |
εσύ | αποβλακώνεις αποβλακώνεσαι | θα αποβλακώνεις | αποβλάκωσες αποβλακώθηκες | αποβλάκωνες αποβλακωνόσουν αποβλακωνόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | αποβλακώνει αποβλακώνεται | θα αποβλακώνει | αποβλάκωσε αποβλακώθηκε | αποβλάκωνε αποβλακωνόταν αποβλακωνότανε |
εμείς | αποβλακωνόμαστε αποβλακώνουμε | θα αποβλακωνόμαστε | αποβλακωθήκαμε αποβλακώσαμε | αποβλακωνόμασταν αποβλακωνόμαστε αποβλακώναμε |
εσείς | αποβλακώνεστε αποβλακώνετε | θα αποβλακώνεστε | αποβλακωθήκατε αποβλακώσατε | αποβλακωνόσασταν αποβλακωνόσαστε αποβλακώνατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αποβλακώνονται αποβλακώνουν αποβλακώνουνε | θα αποβλακώνονται | αποβλάκωσαν αποβλακωθήκαν αποβλακωθήκανε αποβλακώθηκαν αποβλακώσαν αποβλακώσανε | αποβλάκωναν αποβλακωνόντουσαν αποβλακώναν αποβλακώνανε αποβλακώνονταν |
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αποβλακωμένος | αποβλακωμένη | αποβλακωμένο |
Genitive | αποβλακωμένου | αποβλακωμένης | αποβλακωμένου |
Accusative | αποβλακωμένο | αποβλακωμένη | αποβλακωμένο |
Vocative | αποβλακωμένε | αποβλακωμένη | αποβλακωμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αποβλακωμένοι | αποβλακωμένες | αποβλακωμένα |
Genitive | αποβλακωμένων | αποβλακωμένων | αποβλακωμένων |
Accusative | αποβλακωμένους | αποβλακωμένες | αποβλακωμένα |
Vocative | αποβλακωμένοι | αποβλακωμένες | αποβλακωμένα |
Active Voice
Other Forms
αποβλάκωνε
• Singular • Active
αποβλάκωσε
• Singular • Active
αποβλακωθείτε
• Singular • Passive
αποβλακώνεστε
• Singular • Passive
αποβλακώνετε
• Singular • Active
αποβλακώνου
• Singular • Passive
αποβλακώσου
• Singular • Passive
αποβλακώστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποβλακώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.