απογαλακτίζω (apogalaktízo)
English: wean
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About απογαλακτίζω
As a verb, απογαλακτίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to wean (infant)Examples:
- Synonym: αποθηλάζω (apothilázo)
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | απογαλακτίζομαι απογαλακτίζω | θα απογαλακτίζομαι | απογαλάκτισα απογαλακτίστηκα | απογαλάκτιζα απογαλακτιζόμουν απογαλακτιζόμουνα |
εσύ | απογαλακτίζεις απογαλακτίζεσαι | θα απογαλακτίζεις | απογαλάκτισες απογαλακτίστηκες | απογαλάκτιζες απογαλακτιζόσουν απογαλακτιζόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | απογαλακτίζει απογαλακτίζεται | θα απογαλακτίζει | απογαλάκτισε απογαλακτίστηκε | απογαλάκτιζε απογαλακτιζόταν απογαλακτιζότανε |
εμείς | απογαλακτίζουμε απογαλακτιζόμαστε | θα απογαλακτίζουμε | απογαλακτίσαμε απογαλακτιστήκαμε | απογαλακτίζαμε απογαλακτιζόμασταν απογαλακτιζόμαστε |
εσείς | απογαλακτίζεστε απογαλακτίζετε | θα απογαλακτίζεστε | απογαλακτίσατε απογαλακτιστήκατε | απογαλακτίζατε απογαλακτιζόσασταν απογαλακτιζόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | απογαλακτίζονται απογαλακτίζουν απογαλακτίζουνε | θα απογαλακτίζονται | απογαλάκτισαν απογαλακτίσαν απογαλακτίσανε απογαλακτίστηκαν απογαλακτιστήκαν απογαλακτιστήκανε | απογαλάκτιζαν απογαλακτίζαν απογαλακτίζανε απογαλακτίζονταν απογαλακτιζόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | απογαλακτισμένος | — | — |
Other Forms
απογαλάκτιζε
• Singular • Active
απογαλάκτισε
• Singular • Active
απογαλακτίζεστε
• Singular • Passive
απογαλακτίζετε
• Singular • Active
απογαλακτίζου
• Singular • Passive
απογαλακτίσου
• Singular • Passive
απογαλακτίστε
• Singular • Active
απογαλακτιστείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "απογαλακτίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.