αποζημιώνω (apozimióno)
English: compensate
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποζημιώνω
As a verb, αποζημιώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: α‧πο‧ζη‧μι‧ώ‧νω
Definitions & Examples
- verb:to compensate, recompense, reward
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | αποζημιώνομαι αποζημιώνω  | θα αποζημιώνομαι | αποζημίωσα αποζημιώθηκα  | αποζημίωνα αποζημιωνόμουν αποζημιωνόμουνα  | 
| εσύ | αποζημιώνεις αποζημιώνεσαι  | θα αποζημιώνεις | αποζημίωσες αποζημιώθηκες  | αποζημίωνες αποζημιωνόσουν αποζημιωνόσουνα  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | αποζημιώνει αποζημιώνεται  | θα αποζημιώνει | αποζημίωσε αποζημιώθηκε  | αποζημίωνε αποζημιωνόταν αποζημιωνότανε  | 
| εμείς | αποζημιωνόμαστε αποζημιώνουμε  | θα αποζημιωνόμαστε | αποζημιωθήκαμε αποζημιώσαμε  | αποζημιωνόμασταν αποζημιωνόμαστε αποζημιώναμε  | 
| εσείς | αποζημιώνεστε αποζημιώνετε  | θα αποζημιώνεστε | αποζημιωθήκατε αποζημιώσατε  | αποζημιωνόσασταν αποζημιωνόσαστε αποζημιώνατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | αποζημιώνονται αποζημιώνουν αποζημιώνουνε  | θα αποζημιώνονται | αποζημίωσαν αποζημιωθήκαν αποζημιωθήκανε αποζημιώθηκαν αποζημιώσαν αποζημιώσανε  | αποζημίωναν αποζημιωνόντουσαν αποζημιώναν αποζημιώνανε αποζημιώνονταν  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | αποζημιωμένος | αποζημιωμένη | αποζημιωμένο | 
| Genitive | αποζημιωμένου | αποζημιωμένης | αποζημιωμένου | 
| Accusative | αποζημιωμένο | αποζημιωμένη | αποζημιωμένο | 
| Vocative | αποζημιωμένε | αποζημιωμένη | αποζημιωμένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | αποζημιωμένοι | αποζημιωμένες | αποζημιωμένα | 
| Genitive | αποζημιωμένων | αποζημιωμένων | αποζημιωμένων | 
| Accusative | αποζημιωμένους | αποζημιωμένες | αποζημιωμένα | 
| Vocative | αποζημιωμένοι | αποζημιωμένες | αποζημιωμένα | 
Active Voice
Other Forms
αποζημίωνε
 • Singular • Active
αποζημίωσε
 • Singular • Active
αποζημιωθείτε
 • Singular • Passive
αποζημιώνεστε
 • Singular • Passive
αποζημιώνετε
 • Singular • Active
αποζημιώνου
 • Singular • Passive
αποζημιώσου
 • Singular • Passive
αποζημιώστε
 • Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποζημιώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.