αποκαλύπτω (apokalípto)
English: reveal
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποκαλύπτω
As a verb, αποκαλύπτω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: α‧πο‧κα‧λύ‧πτω
Definitions & Examples
- verb:to reveal to expose, uncover
- verb:to unveil
- verb:to unmask
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | αποκαλύπτομαι αποκαλύπτω | θα αποκαλύπτομαι | αποκάλυψα αποκαλύφτηκα | αποκάλυπτα αποκαλυπτόμουν αποκαλυπτόμουνα |
| εσύ | αποκαλύπτεις αποκαλύπτεσαι | θα αποκαλύπτεις | αποκάλυψες αποκαλύφτηκες | αποκάλυπτες αποκαλυπτόσουν αποκαλυπτόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | αποκαλύπτει αποκαλύπτεται | θα αποκαλύπτει | αποκάλυψε αποκαλύφτηκε | αποκάλυπτε αποκαλυπτόταν αποκαλυπτότανε |
| εμείς | αποκαλυπτόμαστε αποκαλύπτουμε | θα αποκαλυπτόμαστε | αποκαλυφτήκαμε αποκαλύψαμε | αποκαλυπτόμασταν αποκαλυπτόμαστε αποκαλύπταμε |
| εσείς | αποκαλύπτεστε αποκαλύπτετε | θα αποκαλύπτεστε | αποκαλυφτήκατε αποκαλύψατε | αποκαλυπτόσασταν αποκαλυπτόσαστε αποκαλύπτατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | αποκαλύπτονται αποκαλύπτουν αποκαλύπτουνε | θα αποκαλύπτονται | αποκάλυψαν αποκαλυφτήκαν αποκαλυφτήκανε αποκαλύφτηκαν αποκαλύψαν αποκαλύψανε | αποκάλυπταν αποκαλυπτόντουσαν αποκαλύπταν αποκαλύπτανε αποκαλύπτονταν |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | αποκαλυμμένος | αποκαλυμμένη | αποκαλυμμένο |
| Genitive | αποκαλυμμένου | αποκαλυμμένης | αποκαλυμμένου |
| Accusative | αποκαλυμμένο | αποκαλυμμένη | αποκαλυμμένο |
| Vocative | αποκαλυμμένε | αποκαλυμμένη | αποκαλυμμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | αποκαλυμμένοι | αποκαλυμμένες | αποκαλυμμένα |
| Genitive | αποκαλυμμένων | αποκαλυμμένων | αποκαλυμμένων |
| Accusative | αποκαλυμμένους | αποκαλυμμένες | αποκαλυμμένα |
| Vocative | αποκαλυμμένοι | αποκαλυμμένες | αποκαλυμμένα |
Active Voice
Other Forms
αποκάλυπτε
• Singular • Active
αποκάλυψε
• Singular • Active
αποκαλυφτείτε
• Singular • Passive
αποκαλύπτεστε
• Singular • Passive
αποκαλύπτετε
• Singular • Active
αποκαλύπτου
• Singular • Passive
αποκαλύψου
• Singular • Passive
αποκαλύψτε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποκαλύπτω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.