αποκόπτω (apokópto)
English: cut off
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αποκόπτω
As a verb, αποκόπτω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: a.poˈko.pto
Hyphenation: α‧πο‧κό‧πτω
Definitions & Examples
- verb:to cut off, sever
- verb:to weanExamples:
- Synonyms: απογαλακτίζω (apogalaktízo), αποθηλάζω (apothilázo), αποκόβω (apokóvo)
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αποκόπτομαι αποκόπτω | θα αποκόπτομαι | απέκοψα αποκόπηκα | απέκοπτα αποκοπτόμουν αποκοπτόμουνα |
εσύ | αποκόπτεις αποκόπτεσαι | θα αποκόπτεις | απέκοψες αποκόπηκες | απέκοπτες αποκοπτόσουν αποκοπτόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | αποκόπτει αποκόπτεται | θα αποκόπτει | απέκοψε αποκόπηκε | απέκοπτε αποκοπτόταν αποκοπτότανε |
εμείς | αποκοπτόμαστε αποκόπτουμε | θα αποκοπτόμαστε | αποκοπήκαμε αποκόψαμε | αποκοπτόμασταν αποκοπτόμαστε αποκόπταμε |
εσείς | αποκόπτεστε αποκόπτετε | θα αποκόπτεστε | αποκοπήκατε αποκόψατε | αποκοπτόσασταν αποκοπτόσαστε αποκόπτατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αποκόπτονται αποκόπτουν αποκόπτουνε | θα αποκόπτονται | απέκοψαν αποκοπήκαν αποκοπήκανε αποκόπηκαν αποκόψαν αποκόψανε | απέκοπταν αποκοπτόντουσαν αποκόπταν αποκόπτανε αποκόπτονταν |
Active Voice
Other Forms
αποκοπείτε
• Singular • Passive
αποκόπτεστε
• Singular • Passive
αποκόπτετε
• Singular • Active
αποκόπτου
• Singular • Passive
αποκόψου
• Singular • Passive
αποκόψτε
• Singular • Active
απόκοπτε
• Singular • Active
απόκοψε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποκόπτω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.