απολυτρώνω (apolitróno)

English: redeem

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About απολυτρώνω

As a verb, απολυτρώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Definitions & Examples

  • verb:
    to liberate, free
    Examples:
    • Synonyms: απελευθερώνω (apeleftheróno), απαλλάσσω (apallásso)

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
απολυτρώνομαι
απολυτρώνω
θα απολυτρώνομαι
απολυτρώθηκα
απολύτρωσα
απολυτρωνόμουν
απολυτρωνόμουνα
απολύτρωνα
εσύ
απολυτρώνεις
απολυτρώνεσαι
θα απολυτρώνεις
απολυτρώθηκες
απολύτρωσες
απολυτρωνόσουν
απολυτρωνόσουνα
απολύτρωνες
αυτός/αυτή/αυτό
απολυτρώνει
απολυτρώνεται
θα απολυτρώνει
απολυτρώθηκε
απολύτρωσε
απολυτρωνόταν
απολυτρωνότανε
απολύτρωνε
εμείς
απολυτρωνόμαστε
απολυτρώνουμε
θα απολυτρωνόμαστε
απολυτρωθήκαμε
απολυτρώσαμε
απολυτρωνόμασταν
απολυτρωνόμαστε
απολυτρώναμε
εσείς
απολυτρώνεστε
απολυτρώνετε
θα απολυτρώνεστε
απολυτρωθήκατε
απολυτρώσατε
απολυτρωνόσασταν
απολυτρωνόσαστε
απολυτρώνατε
αυτοί/αυτές/αυτά
απολυτρώνονται
απολυτρώνουν
απολυτρώνουνε
θα απολυτρώνονται
απολυτρωθήκαν
απολυτρωθήκανε
απολυτρώθηκαν
απολυτρώσαν
απολυτρώσανε
απολύτρωσαν
απολυτρωνόντουσαν
απολυτρώναν
απολυτρώνανε
απολυτρώνονταν
απολύτρωναν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαπολυτρωμένοςαπολυτρωμένηαπολυτρωμένο
Genitiveαπολυτρωμένουαπολυτρωμένηςαπολυτρωμένου
Accusativeαπολυτρωμένοαπολυτρωμένηαπολυτρωμένο
Vocativeαπολυτρωμένεαπολυτρωμένηαπολυτρωμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαπολυτρωμένοιαπολυτρωμένεςαπολυτρωμένα
Genitiveαπολυτρωμένωναπολυτρωμένωναπολυτρωμένων
Accusativeαπολυτρωμένουςαπολυτρωμένεςαπολυτρωμένα
Vocativeαπολυτρωμένοιαπολυτρωμένεςαπολυτρωμένα

Active Voice

Other Forms

απολυτρωθείτε
• Singular • Passive
απολυτρώνεστε
• Singular • Passive
απολυτρώνετε
• Singular • Active
απολυτρώνου
• Singular • Passive
απολυτρώσου
• Singular • Passive
απολυτρώστε
• Singular • Active
απολύτρωνε
• Singular • Active
απολύτρωσε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "απολυτρώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.