απομονώνω (apomonóno)

English: isolate

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About απομονώνω

As a verb, απομονώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

IPA: a.po.moˈno.no
Hyphenation: α‧πο‧μο‧νώ‧νω

Definitions & Examples

  • verb:
    to isolate, seclude, cut off
  • verb:
    (chemistry) to isolate

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
απομονώνομαι
απομονώνω
θα απομονώνομαι
απομονώθηκα
απομόνωσα
απομονωνόμουν
απομονωνόμουνα
απομόνωνα
εσύ
απομονώνεις
απομονώνεσαι
θα απομονώνεις
απομονώθηκες
απομόνωσες
απομονωνόσουν
απομονωνόσουνα
απομόνωνες
αυτός/αυτή/αυτό
απομονώνει
απομονώνεται
θα απομονώνει
απομονώθηκε
απομόνωσε
απομονωνόταν
απομονωνότανε
απομόνωνε
εμείς
απομονωνόμαστε
απομονώνουμε
θα απομονωνόμαστε
απομονωθήκαμε
απομονώσαμε
απομονωνόμασταν
απομονωνόμαστε
απομονώναμε
εσείς
απομονώνεστε
απομονώνετε
θα απομονώνεστε
απομονωθήκατε
απομονώσατε
απομονωνόσασταν
απομονωνόσαστε
απομονώνατε
αυτοί/αυτές/αυτά
απομονώνονται
απομονώνουν
απομονώνουνε
θα απομονώνονται
απομονωθήκαν
απομονωθήκανε
απομονώθηκαν
απομονώσαν
απομονώσανε
απομόνωσαν
απομονωνόντουσαν
απομονώναν
απομονώνανε
απομονώνονταν
απομόνωναν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαπομονωμένος

Active Voice

Other Forms

απομονωθείτε
• Singular • Passive
απομονώνεστε
• Singular • Passive
απομονώνετε
• Singular • Active
απομονώνου
• Singular • Passive
απομονώσου
• Singular • Passive
απομονώστε
• Singular • Active
απομόνωνε
• Singular • Active
απομόνωσε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "απομονώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words

Related Words