απορροφώ (aporrophó)
English: absorb
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About απορροφώ
As a verb, απορροφώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: α‧πορ‧ρο‧φώ
Definitions & Examples
- verb:to absorb, soak upExamples:
- Coordinate term: προσροφώ (prosrofó, “adsorb”)
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | απορροφάω απορροφιέμαι απορροφώ απορροφώμαι | θα απορροφάώ | απορροφήθηκα απορρόφησα | απορροφιόμουν απορροφιόμουνα απορροφούσα |
| εσύ | απορροφάς απορροφιέσαι | θα απορροφάς | απορροφήθηκες απορρόφησες | απορροφιόσουν απορροφιόσουνα απορροφούσες |
| αυτός/αυτή/αυτό | απορροφά απορροφάει απορροφιέται | θα απορροφά | απορροφήθηκε απορρόφησε | απορροφιόταν απορροφιότανε απορροφούσε |
| εμείς | απορροφάμε απορροφιόμαστε απορροφούμε | θα απορροφάμε | απορροφήσαμε απορροφηθήκαμε | απορροφιόμασταν απορροφιόμαστε απορροφούσαμε |
| εσείς | απορροφάτε απορροφιέστε | θα απορροφάτε | απορροφήσατε απορροφηθήκατε | απορροφιόσασταν απορροφιόσαστε απορροφούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | απορροφάν απορροφάνε απορροφιούνται απορροφούν απορροφούνε | θα απορροφάν | απορροφήθηκαν απορροφήσαν απορροφήσανε απορροφηθήκαν απορροφηθήκανε απορρόφησαν | απορροφιούνταν απορροφιόνταν απορροφιόντανε απορροφιόντουσαν απορροφούσαν απορροφούσανε |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | απορροφημένος | απορροφημένη | απορροφημένο |
| Genitive | απορροφημένου | απορροφημένης | απορροφημένου |
| Accusative | απορροφημένο | απορροφημένη | απορροφημένο |
| Vocative | απορροφημένε | απορροφημένη | απορροφημένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | απορροφημένοι | απορροφημένες | απορροφημένα |
| Genitive | απορροφημένων | απορροφημένων | απορροφημένων |
| Accusative | απορροφημένους | απορροφημένες | απορροφημένα |
| Vocative | απορροφημένοι | απορροφημένες | απορροφημένα |
Active Voice
Other Forms
απορροφάτε
• Singular • Active
απορροφήσου
• Singular • Passive
απορροφήστε
• Singular • Active
απορροφηθείτε
• Singular • Passive
απορροφιέστε
• Singular • Passive
απορρόφα
• Singular • Active
απορρόφαγε
• Singular • Active
απορρόφησε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "απορροφώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.