αποστειρώνω (apostiróno)

English: sterilize

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About αποστειρώνω

As a verb, αποστειρώνω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: α‧πο‧στει‧ρώ‧νω

Definitions & Examples

  • verb:
    (microbiology, medicine) to sterilise (UK), sterilize (US), to pasteurise (UK), pasteurize (US)
    Examples:
    • Synonym: παστεριώνω (pasterióno)

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
αποστειρώνομαι
αποστειρώνω
θα αποστειρώνομαι
αποστείρωσα
αποστειρώθηκα
αποστείρωνα
αποστειρωνόμουν
αποστειρωνόμουνα
εσύ
αποστειρώνεις
αποστειρώνεσαι
θα αποστειρώνεις
αποστείρωσες
αποστειρώθηκες
αποστείρωνες
αποστειρωνόσουν
αποστειρωνόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
αποστειρώνει
αποστειρώνεται
θα αποστειρώνει
αποστείρωσε
αποστειρώθηκε
αποστείρωνε
αποστειρωνόταν
αποστειρωνότανε
εμείς
αποστειρωνόμαστε
αποστειρώνουμε
θα αποστειρωνόμαστε
αποστειρωθήκαμε
αποστειρώσαμε
αποστειρωνόμασταν
αποστειρωνόμαστε
αποστειρώναμε
εσείς
αποστειρώνεστε
αποστειρώνετε
θα αποστειρώνεστε
αποστειρωθήκατε
αποστειρώσατε
αποστειρωνόσασταν
αποστειρωνόσαστε
αποστειρώνατε
αυτοί/αυτές/αυτά
αποστειρώνονται
αποστειρώνουν
αποστειρώνουνε
θα αποστειρώνονται
αποστείρωσαν
αποστειρωθήκαν
αποστειρωθήκανε
αποστειρώθηκαν
αποστειρώσαν
αποστειρώσανε
αποστείρωναν
αποστειρωνόντουσαν
αποστειρώναν
αποστειρώνανε
αποστειρώνονταν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαποστειρωμένοςαποστειρωμένηαποστειρωμένο
Genitiveαποστειρωμένουαποστειρωμένηςαποστειρωμένου
Accusativeαποστειρωμένοαποστειρωμένηαποστειρωμένο
Vocativeαποστειρωμένεαποστειρωμένηαποστειρωμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαποστειρωμένοιαποστειρωμένεςαποστειρωμένα
Genitiveαποστειρωμένωναποστειρωμένωναποστειρωμένων
Accusativeαποστειρωμένουςαποστειρωμένεςαποστειρωμένα
Vocativeαποστειρωμένοιαποστειρωμένεςαποστειρωμένα

Active Voice

Other Forms

αποστείρωνε
• Singular • Active
αποστείρωσε
• Singular • Active
αποστειρωθείτε
• Singular • Passive
αποστειρώνεστε
• Singular • Passive
αποστειρώνετε
• Singular • Active
αποστειρώνου
• Singular • Passive
αποστειρώσου
• Singular • Passive
αποστειρώστε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποστειρώνω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.