γνωστοποιώ (gnostopió)
English: divulge
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About γνωστοποιώ
As a verb, γνωστοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: γνω‧στο‧ποι‧ώ
Definitions & Examples
- verb:(transitive) to make known, to announce
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | γνωστοποιούμαι γνωστοποιούμαι γνωστοποιώ  | θα γνωστοποιούμαι | γνωστοποίησα γνωστοποιήθηκα  | γνωστοποιούμουν γνωστοποιούσα  | 
| εσύ | γνωστοποιείς γνωστοποιείσαι  | θα γνωστοποιείς | γνωστοποίησες γνωστοποιήθηκες  | γνωστοποιούσες γνωστοποιούσουν  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | γνωστοποιεί γνωστοποιείται  | θα γνωστοποιεί | γνωστοποίησε γνωστοποιήθηκε  | γνωστοποιούνταν γνωστοποιούσε  | 
| εμείς | γνωστοποιούμαστε γνωστοποιούμε  | θα γνωστοποιούμαστε | γνωστοποιήσαμε γνωστοποιηθήκαμε  | γνωστοποιούμασταν γνωστοποιούμαστε γνωστοποιούσαμε  | 
| εσείς | γνωστοποιείστε γνωστοποιείτε  | θα γνωστοποιείστε | γνωστοποιήσατε γνωστοποιηθήκατε  | γνωστοποιούσασταν γνωστοποιούσαστε γνωστοποιούσατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | γνωστοποιούν γνωστοποιούνε γνωστοποιούνται  | θα γνωστοποιούν | γνωστοποίησαν γνωστοποιήθηκαν γνωστοποιήσαν γνωστοποιήσανε γνωστοποιηθήκαν γνωστοποιηθήκανε  | γνωστοποιούνταν γνωστοποιούσαν γνωστοποιούσανε  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | γνωστοποιημένος | γνωστοποιημένη | γνωστοποιημένο | 
| Genitive | γνωστοποιημένου | γνωστοποιημένης | γνωστοποιημένου | 
| Accusative | γνωστοποιημένο | γνωστοποιημένη | γνωστοποιημένο | 
| Vocative | γνωστοποιημένε | γνωστοποιημένη | γνωστοποιημένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | γνωστοποιημένοι | γνωστοποιημένες | γνωστοποιημένα | 
| Genitive | γνωστοποιημένων | γνωστοποιημένων | γνωστοποιημένων | 
| Accusative | γνωστοποιημένους | γνωστοποιημένες | γνωστοποιημένα | 
| Vocative | γνωστοποιημένοι | γνωστοποιημένες | γνωστοποιημένα | 
Active Voice
Other Forms
γνωστοποίει
 • Singular • Active
γνωστοποίησε
 • Singular • Active
γνωστοποιήσου
 • Singular • Passive
γνωστοποιήστε
 • Singular • Active
γνωστοποιείστε
 • Singular • Passive
γνωστοποιείτε
 • Singular • Active
γνωστοποιηθείτε
 • Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "γνωστοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.
Related Words
Related Words
Derived Terms
- γνωστοποίηση (gnostopoíisi)"Grek"